Κυριακή, 23 Οκτωβρίου 2011
Είναι σωτηρία το μεγάλο «κούρεμα» του χρέους;;..
Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Καθημερινός ο καταιγισμός από ειδήσεις, σενάρια, αναλύσεις σχετικά με το ποια θα είναι η τελική λύση για τη διαχείριση του Ελληνικού χρέους. Δημιουργείται μάλιστα έντεχνα ένα κλίμα που συνδυάζει το μεγάλο «κούρεμα» με τοσυμφέρον του τόπου και μετατρέπει όσους αντιδρούν σε αυτό, ιδιαίτερα με τους όρους και τις συνθήκες που προβάλλονται ως οι πιο πιθανές, σε υποστηρικτές των τραπεζικών κερδών! Αν ήταν όμως όντως τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα γιατί ένα τέτοιο γεγονός, που θα...
μπορούσε να χαρακτηριστεί κι ως πιστωτικό από τις αγορές,δεν προκρίθηκε πολύ νωρίτερα; Τι είναι αυτό που θα έπρεπε να μας κάνει να αισιοδοξούμε για τις μετέπειτα εξελίξεις; Η πιθανή κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων (άρα και της καταβολής συντάξεων), η αδυναμία της Ε.Ε. (με κορυφαίο το «θρίλερ» της Σλοβακίας) να περάσει ρυθμίσεις πολύ μικρότερων ποσών, η συλλήβδηνκρατικοποίηση των τραπεζών με ότι αυτό συνεπάγεται για τη ρευστότητα και τις χορηγήσεις τους;
Ακούγεται λοιπόν ότι ο στόχος της επόμενης συνόδου κορυφής θα είναι τριπλός: Βιωσιμότητα του χρέους, σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και αναπτυξιακές προοπτικές. Στόχοι απολύτως απαραίτητοι αλλά πως ακριβώς θα επιτευχθούν;
Το μεγάλο «κούρεμα» αφορά λιγότερο από το μισό των Ελληνικών δανείων και το πραγματικό του όφελος δεν μπορεί να ξεπεράσει στην καλύτερη περίπτωση το 30% του συνολικού χρέους (ακόμα κι αν δεν απαιτηθεί αυξημένη Ελληνική κρατική συμμετοχή για τη στήριξη των τραπεζών), ενώ η αρχική συμφωνία έφερνε μείωση 13%). Με το σχέδιο της 21ης Ιουλίου βέβαια ηεπανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν δημιουργούσε σημαντικό ζήτημα για τις επικείμενες αξιολογήσεις της κεφαλαιακής τους επάρκειας και μπορούσε να καλυφθεί από ίδια κεφάλαια ή κρατικές εγγυήσεις χωρίς να οδηγηθούμε σε κρατικοποιήσεις.
Όμως με βάση τους πιθανούς νέους σχεδιασμούς θα πρέπει να συμβιβαστούμε με μια εικόνα οικονομικής ασφυξίας, περαιτέρω ύφεσης και ανεργίας, ακριβώς επειδή δεν θα επαρκούν τα ίδια κεφάλαια και τουλάχιστον μέρος της στήριξης του τραπεζικού τομέα θα έρθει από κρατικά χρήματα (είτε εθνικά, είτε Ευρωπαϊκά μέσω EFSF). Κι αυτό θα εντείνει τις πιθανότητες για ακόμα μεγαλύτερη επέκταση της κρίσης σε Ιταλία, Ισπανία και πλέον και τη Γαλλία. Όσοι μάλιστα θεωρούν ότι με ευκολία θα ανακοινωθεί η επέκταση του ταμείου στα 2 τρις, μάλλον λησμονούν (πέρα από την αποτελεσματικότητα μας τέτοιας κίνησης) τις λυσσαλέες αντιδράσεις σε σειρά χωρών ακόμα και για την ύπαρξη του στα σημερινά υποπολλαπλάσια επίπεδα!
Όπως είχαμε αναπτύξει στο "Τι συμβαίνει με το Ελληνικό χρέος;" και στο "Η αλήθεια για την αναδιάρθρωση χρέους" είναι απορίας άξιον γιατί μένουν έξω από το διακανονισμό τα δεκάδες δις Ελληνικών ομολόγων που κατέχει σήμερα η ΕΚΤ και γιατί η ίδια δεν προχωρά σε ένα ολοκληρωτικό «σκούπισμα» όλων των διαθέσιμων χρεογράφων μας στη δευτερογενή αγορά. Μια τέτοια κίνηση σε συνδυασμό με επιμέρους βελτιώσεις στην υπάρχουσα συμφωνία (μικρό επιπλέον κούρεμα, αλλαγές στους όρους και το χρονοδιάγραμμα των δανείων της Τρόικας) θα ήταν ικανή να αποφέρει ένα άμεσο περιορισμό του χρέους άνω του 30% χωρίς ισχυρούς κραδασμούς για τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία.
Μπορεί να γίνει κατανοητό ότι η συζήτηση για το ευρωομόλογο δεν μπορεί να τελεσφορήσει χωρίς ταυτόχρονες διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της ΟΝΕ (με τη Γερμανία να εμμένει σε μια ατέρμονη δημοσιονομική ορθοδοξία πέρα από ιδιαιτερότητες και παραγωγικούς ανορθολογισμούς). Αυτό όμως δεν περιορίζει τις σημερινές δυνατότητες για απλές και ουσιαστικές παρεμβάσεις.
Κι επειδή τελευταία, αφού πρώτα κατευθυνθήκαμε σε μια μονομερή δημοσιονομική λογική ανατροφοδοτούμενων περικοπών, άρχισε να αχνοφαίνεται η προοπτική αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, δεν είναι θεμιτό να αμφισβητεί κανείς τα κίνητρα αυτή της καθυστερημένης βούλησης; Άλλωστε η συνταγή της Τρόικας ήταν γνωστό από πρότερες εμπειρίες άλλων χωρών ότι οδηγεί σε φαύλο κύκλο ύφεσης.
Τι απέτρεψε την ταυτόχρονη Ευρωπαϊκή στήριξη των μεγάλων έργων υποδομής, την προώθηση πλάνων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή την τουριστική ανάπτυξη. Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την επικερδή τοποθέτηση σε ένα απαξιωμένο, κι εν πολλοίς ελεγχόμενο, οικονομικά και πολιτικά περιβάλλον, επιλέχθηκε συνειδητά το δεύτερο. Μια Ε.Ε. όμως που συμπεριφέρεται αποκλειστικά ως κερδοφόρος τραπεζίτης και «διορατικός» επενδυτής δεν μπορεί να έχει μέλλον στη διεθνή σκακιέρα, όσες δεσμεύσεις κι όσους δημοσιονομικούς περιορισμούς κι αν επιβάλλει στα μέλη της
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Καθημερινός ο καταιγισμός από ειδήσεις, σενάρια, αναλύσεις σχετικά με το ποια θα είναι η τελική λύση για τη διαχείριση του Ελληνικού χρέους. Δημιουργείται μάλιστα έντεχνα ένα κλίμα που συνδυάζει το μεγάλο «κούρεμα» με τοσυμφέρον του τόπου και μετατρέπει όσους αντιδρούν σε αυτό, ιδιαίτερα με τους όρους και τις συνθήκες που προβάλλονται ως οι πιο πιθανές, σε υποστηρικτές των τραπεζικών κερδών! Αν ήταν όμως όντως τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα γιατί ένα τέτοιο γεγονός, που θα...
μπορούσε να χαρακτηριστεί κι ως πιστωτικό από τις αγορές,δεν προκρίθηκε πολύ νωρίτερα; Τι είναι αυτό που θα έπρεπε να μας κάνει να αισιοδοξούμε για τις μετέπειτα εξελίξεις; Η πιθανή κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων (άρα και της καταβολής συντάξεων), η αδυναμία της Ε.Ε. (με κορυφαίο το «θρίλερ» της Σλοβακίας) να περάσει ρυθμίσεις πολύ μικρότερων ποσών, η συλλήβδηνκρατικοποίηση των τραπεζών με ότι αυτό συνεπάγεται για τη ρευστότητα και τις χορηγήσεις τους;
Ακούγεται λοιπόν ότι ο στόχος της επόμενης συνόδου κορυφής θα είναι τριπλός: Βιωσιμότητα του χρέους, σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και αναπτυξιακές προοπτικές. Στόχοι απολύτως απαραίτητοι αλλά πως ακριβώς θα επιτευχθούν;
Το μεγάλο «κούρεμα» αφορά λιγότερο από το μισό των Ελληνικών δανείων και το πραγματικό του όφελος δεν μπορεί να ξεπεράσει στην καλύτερη περίπτωση το 30% του συνολικού χρέους (ακόμα κι αν δεν απαιτηθεί αυξημένη Ελληνική κρατική συμμετοχή για τη στήριξη των τραπεζών), ενώ η αρχική συμφωνία έφερνε μείωση 13%). Με το σχέδιο της 21ης Ιουλίου βέβαια ηεπανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν δημιουργούσε σημαντικό ζήτημα για τις επικείμενες αξιολογήσεις της κεφαλαιακής τους επάρκειας και μπορούσε να καλυφθεί από ίδια κεφάλαια ή κρατικές εγγυήσεις χωρίς να οδηγηθούμε σε κρατικοποιήσεις.
Όμως με βάση τους πιθανούς νέους σχεδιασμούς θα πρέπει να συμβιβαστούμε με μια εικόνα οικονομικής ασφυξίας, περαιτέρω ύφεσης και ανεργίας, ακριβώς επειδή δεν θα επαρκούν τα ίδια κεφάλαια και τουλάχιστον μέρος της στήριξης του τραπεζικού τομέα θα έρθει από κρατικά χρήματα (είτε εθνικά, είτε Ευρωπαϊκά μέσω EFSF). Κι αυτό θα εντείνει τις πιθανότητες για ακόμα μεγαλύτερη επέκταση της κρίσης σε Ιταλία, Ισπανία και πλέον και τη Γαλλία. Όσοι μάλιστα θεωρούν ότι με ευκολία θα ανακοινωθεί η επέκταση του ταμείου στα 2 τρις, μάλλον λησμονούν (πέρα από την αποτελεσματικότητα μας τέτοιας κίνησης) τις λυσσαλέες αντιδράσεις σε σειρά χωρών ακόμα και για την ύπαρξη του στα σημερινά υποπολλαπλάσια επίπεδα!
Όπως είχαμε αναπτύξει στο "Τι συμβαίνει με το Ελληνικό χρέος;" και στο "Η αλήθεια για την αναδιάρθρωση χρέους" είναι απορίας άξιον γιατί μένουν έξω από το διακανονισμό τα δεκάδες δις Ελληνικών ομολόγων που κατέχει σήμερα η ΕΚΤ και γιατί η ίδια δεν προχωρά σε ένα ολοκληρωτικό «σκούπισμα» όλων των διαθέσιμων χρεογράφων μας στη δευτερογενή αγορά. Μια τέτοια κίνηση σε συνδυασμό με επιμέρους βελτιώσεις στην υπάρχουσα συμφωνία (μικρό επιπλέον κούρεμα, αλλαγές στους όρους και το χρονοδιάγραμμα των δανείων της Τρόικας) θα ήταν ικανή να αποφέρει ένα άμεσο περιορισμό του χρέους άνω του 30% χωρίς ισχυρούς κραδασμούς για τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία.
Μπορεί να γίνει κατανοητό ότι η συζήτηση για το ευρωομόλογο δεν μπορεί να τελεσφορήσει χωρίς ταυτόχρονες διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της ΟΝΕ (με τη Γερμανία να εμμένει σε μια ατέρμονη δημοσιονομική ορθοδοξία πέρα από ιδιαιτερότητες και παραγωγικούς ανορθολογισμούς). Αυτό όμως δεν περιορίζει τις σημερινές δυνατότητες για απλές και ουσιαστικές παρεμβάσεις.
Κι επειδή τελευταία, αφού πρώτα κατευθυνθήκαμε σε μια μονομερή δημοσιονομική λογική ανατροφοδοτούμενων περικοπών, άρχισε να αχνοφαίνεται η προοπτική αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, δεν είναι θεμιτό να αμφισβητεί κανείς τα κίνητρα αυτή της καθυστερημένης βούλησης; Άλλωστε η συνταγή της Τρόικας ήταν γνωστό από πρότερες εμπειρίες άλλων χωρών ότι οδηγεί σε φαύλο κύκλο ύφεσης.
Τι απέτρεψε την ταυτόχρονη Ευρωπαϊκή στήριξη των μεγάλων έργων υποδομής, την προώθηση πλάνων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή την τουριστική ανάπτυξη. Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την επικερδή τοποθέτηση σε ένα απαξιωμένο, κι εν πολλοίς ελεγχόμενο, οικονομικά και πολιτικά περιβάλλον, επιλέχθηκε συνειδητά το δεύτερο. Μια Ε.Ε. όμως που συμπεριφέρεται αποκλειστικά ως κερδοφόρος τραπεζίτης και «διορατικός» επενδυτής δεν μπορεί να έχει μέλλον στη διεθνή σκακιέρα, όσες δεσμεύσεις κι όσους δημοσιονομικούς περιορισμούς κι αν επιβάλλει στα μέλη της