Το εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης, ο Ιησούς Χριστός πήγε στην οικία όπου ήταν έτοιμη η τράπεζα διά να φάγει μαζί με τους Μαθητές Του στο Δείπνο. Πριν τον Δείπνο ο Χριστός για να διδάξει την ταπείνωση, έβγαλε το επανωφόρι Του, ζώσθηκε λέντιο (ποδιά), έβαλε νερό σε μια λεκάνη και έπλενε τα πόδια των Μαθητών Του, αρχίζοντας από τον Ιούδα και σφουγγίζοντας αυτά με το λέντιο, πείθοντας και τον Πέτρο που δεν ήθελε να μιμηθεί την αυθάδεια του Ιούδα.
Στο Δείπνο που επακολούθησε ο Χριστός παραδίδει το Μέγα Μυστήριο της Θείας Αυτού Κοινωνίας, κόβοντας τον άρτο και μοιράζοντάς τον στους Μαθητές Του, δεικνύοντας ότι και ο Αμνός που θα σφαγιάζει ο Ιερέας στο θυσιαστήριο, θα είναι αυτό το ίδιο Σώμα του Χριστού. Ομοίως ευλόγησε και το ποτήριο γεμάτο με οίνο, και έδωσε στους Μαθητές Του να πιουν εξ αυτού πάντες, διότι αυτό ήταν το Αίμα Του.
Επίσης, τους λέγει ότι ένας εξ αυτών μέλλει να τον προδώσει, γνωρίζοντας ως Θεός τις σκέψεις του Ιούδα που θα τον πρόδιδε για τριάκοντα αργύρια στους Εβραίους. Ο Ιούδας έχοντας συμφωνήσει από την Τετάρτη να προδώσει τον Ιησού, έφυγε από τον Δείπνο για να κανονίσει την παράδοσή Του. Ο Ιησούς Χριστός μαζί με τους υπόλοιπους Μαθητές, πήγε στο Όρος Ελαιών, προσπαθώντας να τους προετοιμάσει για την επικείμενη σύλληψή Του από τους Εβραίους. Εν συνεχεία μετέβη στον κήπο, πέραν του χειμάρρου των Κέδρων και απομακρυνθείς λίγο από τους Μαθητές Του, γονάτισε και προσευχήθηκε ξανά για δεύτερη και τρίτη φορά. Και εγένετο πόλεμος μεταξύ της σάρκας προς το πνεύμα. Επιστρέφοντας εκεί όπου ήταν και οι άλλοι Μαθητές Του, ήλθε μαινόμενος ο όχλος, μαζί με τον Ιούδα που αφού εναγκαλίσθηκε και φίλησε τον Χριστό, τον παρέδωσε στους Αρχιερείς και στους γραμματείς, οι οποίοι έφεραν Αυτόν στον αρχιερέα Άννα για να Τον κρίνουν.