Ο αμερικανικός αετός τής απόλυτης ελευθερίας των οικονομικών ανταλλαγών διασχίζει τον Ατλαντικό για να επιτεθεί στο κοπάδι με τα απροστάτευτα ευρωπαϊκά αρνάκια. Αυτή η εικόνα εισέβαλε στον δημόσιο διάλογο που προηγήθηκε των ευρωπαϊκών εκλογών. Όσο κι αν η παρομοίωση είναι εντυπωσιακή, είναι πολιτικά επικίνδυνη.
Από τη μια πλευρά, δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι, και στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, οι τοπικές συλλογικότητες μπορεί να βρεθούν αύριο αντιμέτωπες με τον εξής κίνδυνο : οι νέες νεοφιλελεύθερες προδιαγραφές ενδέχεται να τους απαγορεύσουν τη λήψη μέτρων για την προστασία τής απασχόλησης, του περιβάλλοντος ή της υγείας. Από την άλλη πλευρά, έχει ως αποτέλεσμα να διαφεύγουν της προσοχής μας οι περιπτώσεις ευρωπαϊκών εταιρειών –γαλλικών, όπως η Veolia, γερμανικών, όπως η Siemens- οι οποίες ανυπομονούν εξίσου με τις αμερικανικές πολυεθνικές να σύρουν ενώπιον της Δικαιοσύνης τα κράτη που θα τολμούσαν να κάνουν την απερισκεψία να απειλήσουν τα κέρδη τους. Τέλος, παραγνωρίζει τον ρόλο των θεσμών και των κυβερνήσεων της Γηραιάς Ηπείρου στη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων ανταλλαγών στη δική της επικράτεια.
Συνεπώς, η κινητοποίηση ενάντια στη Μεγάλη Διατλαντική Αγορά (ΜΔΑ) δεν πρέπει να στρέφεται ενάντια σε μια συγκεκριμένη χώρα, ούτε καν ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το διακύβευμα του αγώνα είναι ταυτόχρονα πολύ ευρύτερο και πολύ πιο φιλόδοξο, αφορά τα νέα προνόμια που απαιτούν οι επενδυτές από όλες τις χώρες, ίσως για να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις τής κρίσης που αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν. Εάν η μάχη ενάντια στη συνθήκη δοθεί σε πλανητικό επίπεδο με επιτυχία, θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την ενίσχυση και την εδραίωση όλων των μορφών διεθνούς δημοκρατικής αλληλεγγύης, οι οποίες σήμερα υστερούν σε σχέση με την αλληλεγγύη που παρατηρείται ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, καλό θα ήταν να δυσπιστούμε απέναντι στα ζευγάρια τα οποία κάποιοι μας παρουσιάζουν ως αιώνια και αδιάρρηκτα ενωμένα. Αυτό ισχύει, τόσο για το ζευγάρι τού προστατευτισμού και του προοδευτισμού, όσο και για εκείνο τής δημοκρατίας και του ανοίγματος των συνόρων. Πράγματι, η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι εμπορικές πολιτικές δεν είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένες με ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο [1]. Στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο Γάλλος αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’ πάντρεψε ωραιότατα το αυταρχικό κράτος με την ελευθερία των εμπορικών ανταλλαγών. Περίπου την ίδια εποχή, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ισχυριζόταν ότι ενδιαφέρεται για τους Αμερικανούς εργάτες, τη στιγμή που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των αμερικανικών τραστ των « ληστών βαρόνων » [2] που εκλιπαρούσαν για τη λήψη τελωνειακών προστατευτικών μέτρων [3]. Όπως ανέφεραν οι εκλογικές θέσεις τού κόμματος το 1884, « δεδομένου ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα γεννήθηκε από το μίσος που μας προκαλεί η προσφυγή στην εργασία των δούλων, και από την επιθυμία να είναι όλοι οι άνθρωποι ελεύθεροι και ίσοι, αντιτίθεται απόλυτα στην ιδέα να βρεθούν οι Αμερικανοί εργαζόμενοι αντιμέτωποι με τον ανταγωνισμό οποιασδήποτε μορφής εργασίας που στηρίζεται στη δουλεία, τόσο στο εσωτερικό της Αμερικής, όσο και στο εξωτερικό [4]. » Ήδη από εκείνη την εποχή, η σκέψη όλων ήταν στραμμένη στους Κινέζους. Και πιο συγκεκριμένα, στις χιλιάδες Κινέζων εργατών που είχαν φέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εταιρείες σιδηροδρόμων της Καλιφόρνιας, για να κατασκευάσουν τις γραμμές κάτω από συνθήκες που θύμιζαν κάτεργο και με μισθούς πείνας.
Έναν αιώνα αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι απόψεις έχουν αλλάξει, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι συναγωνίζονται σε κορώνες για την προώθηση της ελευθερίας των ανταλλαγών. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1993, έναν μήνα μετά την άφιξή του στον Λευκό Οίκο, ο Ουίλιαμ Κλίντον παίρνει κεφάλι στην κούρσα, εκφωνώντας έναν εντυπωσιακό λόγο-πρόγραμμα που αποσκοπεί στην προώθηση της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερων Ανταλλαγών (Alena), η οποία και θα ψηφιστεί μερικούς μήνες αργότερα. Παραδέχεται μεν ότι το « παγκόσμιο χωριό » συνέβαλε στην αύξηση της ανεργίας και στην καθήλωση των μισθών των Αμερικανών, αλλά συνιστά, ωστόσο, να συνεχιστεί αυτή η πορεία με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς : « Η αλήθεια τής εποχής μας είναι, και οφείλει να είναι, η εξής : το άνοιγμα και το εμπόριο θα συμβάλλουν στον πλουτισμό τού έθνους. Αυτή η εξέλιξη μας παρακινεί να καινοτομήσουμε. Μας υποχρεώνει να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό. Μας εξασφαλίζει νέους πελάτες. Ευνοεί την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, εγγυάται την ευημερία των παραγωγών μας, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και καταναλωτές υπηρεσιών και πρώτων υλών ».
Ήδη από εκείνη την εποχή, οι διάφοροι « γύροι » φιλελευθεροποίησης των εμπορικών ανταλλαγών είχαν οδηγήσει στη μείωση των μέσων τελωνειακών δασμών, από το 45% το 1947, στο 3,7% το 1993. Βέβαια, τι σημασία έχουν όλα αυτά ; Η ειρήνη, η ευημερία και η δημοκρατία απαιτούν από εμάς να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο. Έτσι, ο Κλίντον επιμένει ότι, « όπως παρατήρησαν οι φιλόσοφοι, από τον Θουκυδίδη έως τον Άνταμ Σμιθ, οι συνήθειες του εμπορίου είναι αντίθετες με εκείνες του πολέμου. Όπως οι γείτονες που βοήθησαν ο ένας τον άλλο να κατασκευάσει τον στάβλο του, υποκύπτουν πολύ λιγότερο στον πειρασμό να βάλουν φωτιά στον στάβλο τού γείτονα, οι λαοί που έχουν ανεβάσει με αμοιβαίο τρόπο το επίπεδο της ζωής τους, ρέπουν λιγότερο προς την ένοπλη σύγκρουση. Συνεπώς, εάν πιστεύουμε στη δημοκρατία, οφείλουμε να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να ενισχύσουμε τους δεσμούς που δημιουργεί το εμπόριο ». Ωστόσο, ο κανόνας δεν ίσχυε για όλες ακριβώς τις χώρες : το 1996, ο ίδιος δημοκρατικός πρόεδρος υπέγραψε έναν νόμο που προέβλεπε αυστηρότερες εμπορικές κυρώσεις εναντίον της Κούβας.
Δέκα χρόνια μετά τον Κλίντον, ο Ευρωπαίος επίτροπος Πασκάλ Λαμί -ένας Γάλλος σοσιαλιστής ο οποίος έγινε γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)- υιοθέτησε πλήρως την ανάλυσή του : « Πιστεύω ότι για ιστορικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, το άνοιγμα των εμπορικών ανταλλαγών οδηγεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Νομίζω ότι προκαλούνται λιγότερες συγκρούσεις και δυστυχία όταν ανοίγουμε τις εμπορικές ανταλλαγές σε σχέση με όταν τις περιορίζουμε. Ο Μοντεσκιέ το περιέγραψε καλύτερα από εμένα [5] ». Βέβαια, τον 18ο αιώνα, ο Μοντεσκιέ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι, έναν αιώνα αργότερα, η κινεζική αγορά θα άνοιγε, όχι χάρη στην πειστικότητα των επιχειρημάτων των Εγκυκλοπαιδιστών του Διαφωτισμού, αλλά χάρη στις κανονιοφόρους, στους Πολέμους του Οπίου και στη λεηλασία των Θερινών Ανακτόρων τού Κινέζου αυτοκράτορα [6]. Όμως, ο κύριος Λαμί δεν πρέπει να αγνοεί αυτά τα γεγονότα.
Αν και λιγότερο πληθωρικός σε σχέση με τον Δημοκρατικό προκάτοχό του –λόγω του διαφορετικού ταμπεραμέντου του- ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα παίρνει τη σκυτάλη στην προώθηση του δόγματος που προωθούν οι αμερικανικές πολυεθνικές (αλλά και οι ευρωπαϊκές επίσης και, για την ακρίβεια, οι πολυεθνικές όλων των χωρών) για να προωθήσουν τη ΜΔΑ : « Μια συμφωνία θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές μας κατά δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και να τονώσει την οικονομική μεγέθυνση και στις δύο όχθες τού Ατλαντικού [7] ». Ωστόσο, παρόλο που η γεωπολιτική διάσταση κατέχει ελάχιστη θέση στον λόγο του, στην πραγματικότητα έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από τα υποθετικά κέρδη στο επίπεδο της οικονομικής μεγέθυνσης, της απασχόλησης και της ευημερίας. Δεδομένου δε, ότι η Ουάσιγκτον κινείται στηριζόμενη σε μακροπρόθεσμες πολιτικές, δεν σκοπεύει να στηριχθεί στη ΜΔΑ για να κατακτήσει τη Γηραιά Ήπειρο, αλλά για να αποτρέψει την τελευταία από οποιαδήποτε προσέγγιση με τη Ρωσία. Και, κυρίως, για να επιτύχει την ανάσχεση της ανόδου… τής Κίνας.
Όμως, και σε αυτό το σημείο, παρατηρείται απόλυτη σύγκλιση ανάμεσα στους Ευρωπαίους και στους Αμερικανούς ιθύνοντες. Σύμφωνα με τον (δεξιό) Γάλλο πρώην πρωθυπουργό Φρανσουά Φιγιόν, « παρατηρούμε την άνοδο της ισχύος των αναδυόμενων χωρών, οι οποίες αποτελούν κίνδυνο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Κι από την πλευρά μας, η μόνη μας απάντηση απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη θα είναι η διαίρεση ; Κάτι τέτοιο θα ήταν τρέλα [8] ». Ο ευρωβουλευτής Αλέν Λαμασούρ [9] προσθέτει ότι, πράγματι, η ΜΔΑ θα μπορούσε να επιτρέψει στους νατοϊκούς συμμάχους « να έρθουν σε συμφωνία στο ζήτημα των κοινών προδιαγραφών και, στη συνέχεια, να τις επιβάλλουν στους Κινέζους [10] ». Το σχέδιο Συνεργασίας του Ειρηνικού, το οποίο έχει καταρτίσει η Ουάσιγκτον και από το οποίο έχει αποκλειστεί το Πεκίνο, αποσκοπεί σε αυτόν ακριβώς τον στόχο.
Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο πλέον ένθερμος διανοούμενος οπαδός της ΜΔΑ είναι ο Ρίτσαρντ Ρόζεκρανς, ο οποίος διευθύνει στο Χάρβαρντ ένα κέντρο ερευνών για τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις. Η θεωρία του, η οποία δημοσιεύτηκε πέρυσι, υποστηρίζει με ιδιαίτερη έμφαση την ιδέα ότι η ταυτόχρονη εξασθένιση των δύο μεγάλων ατλαντικών συνόλων οφείλει να τα οδηγήσει στη σύσφιξη των σχέσεών τους, για να αντιμετωπίσουν τις ανερχόμενες δυνάμεις της Ασίας : « Αν δεν ενωθούν αυτά τα δύο μέρη που αποτελούν τον δυτικό κόσμο, και δεν δημιουργήσουν ένα ενιαίο σύνολο στους τομείς τής έρευνας, της ανάπτυξης, της κατανάλωσης και του χρηματοοικονομικού τομέα, τότε και το ένα και το άλλο θα χάσουν έδαφος. Τα έθνη τής Ανατολής, καθοδηγούμενα από την Κίνα και από την Ινδία, θα ξεπεράσουν τότε τη Δύση στους τομείς τής οικονομικής μεγέθυνσης, της καινοτομίας, του εισοδήματος και, τελικά, στον τομέα τής ανάπτυξης της στρατιωτικής ισχύος [11] ».
Η συλλογιστική τού Ρόζεκρανς θυμίζει τη διάσημη ανάλυση του οικονομολόγου Γουόλτ Γουίτμαν Ροστόβ, για τα στάδια της οικονομικής μεγέθυνσης μιας χώρας : μετά την απογείωση της οικονομίας μιας χώρας, ο ρυθμός τής οικονομικής μεγέθυνσής της επιβραδύνεται, καθώς έχει ήδη πραγματοποιήσει τα πλέον γρήγορα κέρδη παραγωγικότητας (άνοδος του επιπέδου τής εκπαίδευσης, αστικοποίηση κ.λπ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ρυθμοί μεγέθυνσης των δυτικών οικονομιών, οι οποίες έχουν εισέλθει σε στάδιο ωριμότητας εδώ και αρκετές δεκαετίες, δεν είναι πλέον δυνατόν να συγκριθούν με εκείνους της Κίνας και της Ινδίας. Συνεπώς, η ολοένα μεγαλύτερη προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης αποτελεί, κατά τη γνώμη του, το σημαντικότερο χαρτί που τους έχει απομείνει να παίξουν σε αυτό το παιχνίδι. Θεωρεί δε, ότι κάτι τέτοιο θα τους επέτρεπε να επιβάλλουν τους κανόνες τους στους νεοφερμένους, οι οποίοι, παρά την ορμητική τους είσοδο στο πεδίο τής παγκόσμιας οικονομίας, είναι βαθιά διχασμένοι. Έτσι, όπως συνέβη και την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επίκληση μιας εξωτερικής απειλής -χτες της πολιτικής και ιδεολογικής απειλής που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση, σήμερα της εμπορικής και οικονομικής απειλής της καπιταλιστικής Ασίας- βοηθάει στο να μαντρωθεί στη στάνη τού (Αμερικανού) βοσκού το ποίμνιο που φοβάται ότι το κέντρο της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων δεν θα βρίσκεται πλέον στην Ουάσιγκτον, αλλά στο Πεκίνο.
Σύμφωνα με τον Ρόζεκρανς, αυτός ο φόβος καθίσταται ακόμα πιο σημαντικός από το γεγονός ότι « στην παγκόσμια ιστορία, η διαδοχή στον ρόλο τής παγκόσμιας ηγεμονικής υπερδύναμης συνέπιπτε συνήθως με μια σύγκρουση μεγάλων διαστάσεων ». Όμως, κατά τη γνώμη του, υπάρχει ένα μέσο το οποίο θα μπορούσε να εμποδίσει το ενδεχόμενο « να οδηγήσει ο υποσκελισμός των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια ηγεμονία από μια άλλη υπερδύναμη, σε έναν πόλεμο ανάμεσα στην Κίνα και στη Δύση ». Καθώς δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα υπάρξει κάποια προσέγγιση ανάμεσα στα δύο μεγάλα ασιατικά έθνη και στους δύο ατλαντικούς εταίρους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω της παρακμής τους, οι Δυτικοί θα έπρεπε να εκμεταλλευθούν την αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στους Ασιάτες ανταγωνιστές τους και να συγκρατήσουν την άνοδο της ισχύος τους στην περιοχή, επωφελούμενοι από την υποστήριξη της Ιαπωνίας. Μιας χώρας που αναγκάζεται, από τον φόβο της Κίνας, να προσεγγίσει το δυτικό στρατόπεδο, σε σημείο ώστε να μετατρέπεται στον « ανατολικό τερματικό σταθμό » του.
Αν και αυτό το μεγάλο γεωπολιτικό σχέδιο επικαλείται τον πολιτισμό, την πρόοδο και τη δημοκρατία, η επιλογή ορισμένων παρομοιώσεων προδίδει την ύπαρξη πολύ λιγότερο υψηλόφρονων κινήτρων. Όπως εξηγεί ο Ρόζεκρανς, « ο παραγωγός που δυσκολεύεται να πουλήσει τα προϊόντα που παράγει, αναγκάζεται συχνά να συγχωνευθεί με μια ξένη εταιρεία, για να διευρύνει την γκάμα των προϊόντων του και να αυξήσει το μερίδιό του στην αγορά. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Prokter & Gamble που εξαγόρασε τη Gillette. Και τα κράτη αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις ».
Χωρίς αμφιβολία, ακριβώς επειδή κανένας λαός δεν αντιμετωπίζει, για την ώρα, το έθνος του και την επικράτειά του σαν καταναλωτικά είδη πρώτης ανάγκης, ο αγώνας ενάντια στη ΜΔΑ τώρα μόλις αρχίζει.
Notes
[1] Βλέπε « Le Protectionnisme et ses ennemis », Le Monde doplomatique-Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2012.
[2] (ΣτΜ) Η περίοδος της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Εμφύλιο Πόλεμο, σημαδεύτηκε από την τεράστια άνοδο της ισχύος επιχειρηματιών, όπως ο Ροκφέλερ, ο Καρνέγκι και ο Τζ. Π. Μόργκαν, οι οποίοι επιδίδονταν σε απίστευτες παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές και καταχρήσεις της μονοπωλιακής τους θέσης, με αποτέλεσμα να αποκληθούν « ληστές βαρόνοι ». Καθώς δε, τα τραστ που συγκρότησαν έφτασαν στο σημείο να θεωρηθούν κίνδυνος για τη Δημοκρατία, ψηφίστηκε, το 1890, ο Sherman Antitrust Act, ο οποίος θεωρείται πρόδρομος της σημερινής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.
[3] Βλέπε Howard Zinn, « Au temps des “barons voleurs” », Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2002.
[4] Αναφέρεται από τον John Gerring, « Party Ideologies in America, 1828-1996 », Cambridge University Press, 2011, σελ. 59.
[5] Le Nouvel Observateur, Παρίσι, 4 Σεπτεμβρίου 2003.
[6] (ΣτΜ) Όταν η Κίνα αρνήθηκε να ανοίξει την αγορά της στο όπιο που παρήγε η Βρετανική Εταιρεία των Ινδιών, η Μεγάλη Βρετανία τής κήρυξε τον πόλεμο (1839-1842) και πέτυχε ένα περιορισμένο « άνοιγμα » των κινεζικών λιμανιών και την απρόσκοπτη διάθεση του « προϊόντος » της (χάρη στο οποίο έλπιζε ότι θα αποκαταστήσει κάπως το ελλειμματικό εμπορικό της ισοζύγιο με την Κίνα). Στον δεύτερο πόλεμο του οπίου (1856-1860) που αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της Κίνας και σε ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των λιμανιών της, συμμετείχαν επίσης η Γαλλία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πόλεμος έληξε με τη λεηλασία και τον εμπρησμό των θερινών ανακτόρων και την υπογραφή των ταπεινωτικών « άνισων συνθηκών ».
[7] Κοινή συνέντευξη τύπου με τον Φρανσουά Ολάντ, Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, 12 Φεβρουαρίου 2014.
[8] RTL, 14 Μαΐου 2014.
[9] (ΣτΜ) Εβδομηντάχρονος Γάλλος δεξιός πολιτικός, ένθερμος « ευρωπαϊστής », ο οποίος, ανάμεσα στα πολλά αξιώματα που ανέλαβε, διετέλεσε και υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
[10] France Inter, 15 Μαΐου 2014.
[11] Richard Rosecrance, « The Resurgence of the West : How a Transatlantic Union Can Prevent War and Restore the United States and Europe », Yale University Press, Νιού Χέιβεν, 2013. Από το ίδιο έργο προέρχονται και οι υπόλοιπες παραπομπές.
Πηγή: monde-diplomatique.gr
http://antikleidi.com
Πηγή: http://www.awakengr.com/2014/08/blog-post_56.html#ixzz3tByBROd8
Under Creative Commons License: Attribution Share Alike