Ο μέγας ισαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιερομάρτυς, γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας το 1714. Συγκεκριμένα ανάμεσα στα χωριά Μεγάλο Δένδρο και Ταξιάρχης της ορεινής Τριχωνίδος, περιοχή που ονομάζεται Απόκουρο, από γονείς Ηπειρώτες: «Γονέων ευσεβών υιός, παρά των οποίων ανατραφείς, και παιδευθείς εν παιδεία, και νουθεσία Κυρίου, κατά τον Απόστολον».
Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη μονή της Παναγίας Σεγδίτσας Παρνασσίδος κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα και στη Λαμποτινά Ναυπακτίας με τον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβισάνο, όπου και δίδαξε. Κατόπιν συναντάται στην ονομαστή σχολή Βραγγιανών Αγράφων, την οποία είχε ιδρύσει ο συμπατριώτης του όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός ( 1682). Στη σχολή αυτή διδάχθηκε ανώτερα μαθήματα φιλοσοφίας, αρχαίων ελληνικών, θεολογικών, φυσικομαθηματικών, στοιχείων ιατρικής και άλλων εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.
Στη συνέχεια ήλθε στο Άγιον Όρος. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη: «Επειδή κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με φήμην μεγάλην και το σχολείον του Βατοπαιδίου εις το Άγιον Όρος, μετέβη εις εκείνο με άλλους ειδικούς του συμμαθητάς ουκ ολίγους· εκεί ετελείωσε τα γραμματικά υποκάτω εις τον διδάσκαλον Παναγιώτην Παλαμάν μετά δε ταύτα παρέλαβε και την Λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον τον εκ Μετζόβου, όστις εκεί εσχολάρχησε μετά τον σοφώτατον Ευγένιον· ήταν δε ακόμα λαϊκός Κώνστας καλούμενος· πλην και εις το σχήμα όντας των λαϊκών, εφαίνετο εστολισμένος με την σεμνότητα του μοναδικού σχήματος, και κατά πάντα ηγωνίζετο, και τον εαυτόν του εγύμναζε προς τελείαν άσκησιν· επειδή δε πάλιν κακή τύχη η περίφημος εκείνη σχολή αναχωρησάντων των διδασκάλων, ερημώθη, και κατήντησε να γένη ως το απ' αρχής». Στην περίφημη αυτή Βατοπαιδινή Σχολή και κοντά σε σπουδαίους διδασκάλους επί μία περίπου εξαετία απέκτησε αρκετά καλή μόρφωση και προσωπική εκπαιδευτική αντίληψη.
Αργότερα, στις διδαχές του, αναφέρεται στη μόρφωση που απέκτησε: «Εγώ, χριστιανοί μου, έφθειρα την ζωήν μου εις την σπουδήν σαράντα-πενήντα χρόνους, εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών και περί αθέων και περί αιρετικών, τα βάθη της σοφίας ερεύνησα».
Αλλού αναφέρει: «έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και απ' όλα τα έθνη και πολλά τα εδιάβασα».
Κατόπιν μετέβη στην ιερά μονή Φιλοθέου. Εκεί εκάρη μοναχός με το όνομα Κοσμάς και χειροτονήθηκε ιερεύς. Όπως λέγει ο ίδιος, «επήγα και εις το Άγιον Όρος και έκλαιγα διά τες αμαρτίες μου δεκαεπτά χρόνους». Από μικρός είχε μεγάλη αγάπη στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Μελετούσε το ευαγγέλιο και σκεπτόταν πως θα μπορούσε να βοηθήσει τους αδελφούς του κατά τον καλύτερο τρόπο. Προσευχόταν και συμβουλευόταν πνευματικούς και Γέροντες. Ένιωθε ότι έπρεπε να αφήσει το προσφιλές Άγιον Όρος, για να βοηθήσει τον χειμαζόμενο λαό. «Το Γένος κινδύνευε τον έσχατο κίνδυνο. Από την μια οι Τούρκοι, απ' την άλλη ο διαφωτισμός -ο άθεος διαφωτισμός- της Γαλλίας. Η πίστις διαρκώς υποχωρούσε. Το ισλάμ εν θριάμβω. Η εληνική γλώσσα ηφανίζετο. Επαρχίες ολόκληρες είχαν ξεχάσει τα ρωμέϊκα και μιλούσαν άλλες τούρκικα, άλλες σλάβικα, άλλες αρβανίτικα, άλλες βλάχικα. Ήσαν και οι ξένες προπαγάνδες. Παπικοί μισσιονάριοι, λουθηροκαλβίνοι ψευδοϊεραπόστολοι εκμεταλευόμενοι την φτώχεια του λαού έμπηγαν τα γαμψά και μολυσμένα νύχια τους στις άχραντες και αμίαντες σάρκες της Εκκλησίας του Χριστού. Αντελήφθη ο Άγιος τον κίνδυνο. Τα απαισιόδοξα μηνύματα έφθαναν και στο Άγιον Όρος. Τα συνέλαβε. Έπρεπε να διακόψη την άσκησι στη Μονή. Τον περίμενε το Γένος του, η Εκκλησία του Χριστού. Μόρφωσιν είχε αποκτήσει πολλή, αρετές δυσκατόρθωτες για τους πολλούς είχε, ταπείνωσι διέθετε δυσθεώρητη, ζήλος ένθεος έκαιγε στην καρδιά του».
Στη μονή Φιλοθέου αισθάνθηκε κλήση από τον Θεό για την ανάληψη του μεγάλου έργου «της διαφωτίσεως και αναγεννήσεως των αδελφών Χριστιανών. Οι Έλληνες είχαν περιπέσει εις αμάθειαν εις ότι αφορά την θρησκείαν των, και αυτό είχεν ως αποτέλεσμα τας πολλαπλάς κακίας, και την κατά μεγάλους αριθμούς αλλαξοπιστίαν εκ της Ορθοδοξίας εις τον Μωαμεθανισμόν. Ο Κοσμάς ένοιωθε τούτο βαθύτατα. Εζήτησε λοιπόν και έλαβε την συγκατάθεσιν των γερόντων του όπως αναλάβη μία τοιαύτην αποστολήν. Αφήνοντας το Άγιον Όρος, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, συνήντησε τον Πατριάρχην Σεραφείμ (1757-1761) και έλαβε παρ' αυτού γραπτήν άδειαν να κηρύξη ανά την Ελλάδα».
Το 1760 στην Κωνσταντινούπολη συνάντησε τον κατά σάρκα αδελφό του Χρύσανθο τον Αιτωλό ( 1785), από τον οποίο διδάχθηκε ρητορική τέχνη. Το ιεραποστολικό του έργο στον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο ήταν μεγαλόπνοο, θαυμαστό, αποτελεσματικό και σπουδαίο.
Το επί εικοσαετία πλούσιο κηρυκτικό έργο του πέρασε από την Κωνσταντινούπολη, Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Ήπειρο, νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Το φλογερό κήρυγμά του είχε τεράστια απήχηση στις διψασμένες και ταλαιπωρημένες ψυχές των υποδούλων, όπως αναφέρει ο καλός μαθητής και βιογράφος του Σάπφειρος Χριστοδουλίδης: «Όπου και εάν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών και ήκουαν μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις και ωφέλεια ψυχική». Όπως μάλιστα γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «ήτον η διδαχή του, καθώς ημείς αυτήκοοι αυτής εγενόμεθα, απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων· ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, οπού εφαίνετο καθολικά, να είναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ησύχου Αγίου Πνεύματος». Και συνεχίζει: «Και ο Θεός άνωθεν συνήργει και εβεβαίωνε τα λόγιά του με τα ακόλουθα σημεία, και θαύματα, καθώς ποτέ διά των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίωνε και το κήρυγμα των ιερών Αποστόλων του». Στη Βόρειο Ήπειρο «συνεργούσης της θείας χάριτος, πολλούς και μεγάλους καρπούς έκαμε· διά τί τους αγρίους, ημέρωσε· τους ληστάς, κατεπράϋνε· τους άσπλαχνους και ανελεήμονας, έδειξε ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας· και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν· ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».
Όλοι οι βιογράφοι του τονίζουν ιδιαίτερα ότι έπασχε για την ίδρυση σχολείων, για να μαθαίνουν τα ελληνόπουλα γράμματα δωρεάν, «να στερεώνωνται μεν εις την πίστιν και την ευσέβειαν, να οδηγώνται δε εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν». Έπεισε τους πλούσιους να αγοράζουν κολυβήθρες για τις εκκλησίες που δεν είχαν .
Έτσι αγοράστηκαν πάνω από 400 κολυμβήθρες, βιβλία για τους εγγραμμάτους, κομποσχοίνια και σταυρουδάκια για όλους, περί τις 500.000. Δεν δίστασε να στιγματίσει το εμπόριο των Εβραίων, που έκαμαν ημέρα Κυριακή, και δεν επέτρεπε τους χριστιανούς να εργάζονται την ημέρα του Κυρίου. Γι' αυτό οι Εβραίοι τον μίσησαν θανάσιμα.
Στις περιοδείες του τον ακολουθούσαν πολλοί ιερείς και πολύς κόσμος. Το κάθε κήρυγμά του στον κάθε τόπο ήταν μία ιεροτελεστία. Έλεγε στους χριστιανούς να προετοιμασθούν, να εξομολογηθούν και να νηστεύσουν. Οι ιερείς τελούσαν το μυστήριο του ιερού ευχελαίου, και έχριαν τους χριστιανούς. Έστηναν παντού ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, άναβαν κεριά, και εκείνος ανέβαινε στο σκαμνί του, μοίραζε ευλογίες, άρτους και κόλλυβα, και έκανε τη διδαχή. Ο σταυρός έμενε σε ανάμνηση της διαβάσεώς του και συχνά θαυματουργούσε. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις, και έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του, που συνοδεύονταν από θαύματα και προφητείες. Οι προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του σκλαβωμένου Έθνους, στο μέλλον διαφόρων προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος, στις εφευρέσεις της επιστήμης και σε άλλα θέματα. Πολλές από αυτές πραγματοποιήθηκαν με πιστή ακρίβεια.
Παρά τη μεγάλη αγάπη του ευεργετημένου από τον άγιο λαού και τον σεβασμό που του έτρεφαν ακόμη και Τούρκοι υπήρχαν και ορισμένοι που τον μισούσαν, όπως κάποιοι πλούσιοι κοτσαμπάσηδες, γιατί τους έλεγχε τις διάφορες αδικίες, αλλά κυρίως οι Εβραίοι, τους οποίους έλεγχε και αυτούς στα κηρύγματά του. Φυσικά «δεν πάσχει βέβαια από αντισημιτισμό ο Άγιος. Μιλεί και εδώ την γλώσσα της αλήθειας. Ξέρει ότι οι Εβραίοι βρίσκονταν πίσω από τις αδικίες και τους διωγμούς των Χριστιανών». Έγραφε σε επιστολή του προς τον αδελφό του Χρύσανθο λίγους μήνες προ του τέλους του: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι».
Οι Εβραίοι τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές, και κατόρθωσαν με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου να επιτύχουν τη θανάτωσή του. Ο άγιος προγνώρισε το τέλος του και την τελευταία νύκτα του, «χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαραίς και ξεφαντώματα». Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και έριξαν το τίμιο λείψανό του στον ποταμό Άψο. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό το λείψανο έπλεε. Βρέθηκε από τον ευλαβή ιερέα Μάρκο και ενταφιάστηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας. Ο άγιος μαρτύρησε στις 24.8.1779. Τον Αύγουστο του 1813 έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων. Το επόμενο έτος κτίστηκε εκεί προς τιμή του ναός και μονή με προσταγή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, για τον οποίο είχε προφητεύσει ότι θα προοδεύσει.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός τιμήθηκε από νωρίς ως άγιος από τον πιστό λαό. Απόδειξη της τιμής αυτής και της αγάπης είναι εκατοντάδες φορητές εικόνες, τοιχογραφίες, χαλκογραφίες, ξυλογραφίες, σχέδια, προσκυνητάρια και ναοί. Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεώς του έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Το 1984 βρέθηκαν από τους συγγραφείς κυρίους Π. Β. Πάσχο και Π. Φ. Χριστόπουλο τα λείψανα του αγίου στο καταστραμένο μοναστήρι του στην Αλβανία. Υπάρχει μία αρκετά πλούσια βιβλιογραφία σχετική, με τον άγιο.
Ακολουθία και βίο του συνέθεσαν οι Νικόδημος ο Αγιορείτης, Σαπφείριος Χριστοδουλίδης (1814), ο Θωμάς Πασχίδης (1860) και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Παρακλητικό Κανόνα έγραψε ο μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Α' Έκδοση, 2007