Μαντήλες: Οι παραδοσιακοί γυναικείοι κεφαλόδεσμοι της Κύπρου - Mandelas: The traditional women's headscarves of Cyprus
Η λέξη «μαντήλα» είναι η γενική ονομασία για τους κεφαλόδεσμους στην Κύπρο.Ωστόσο, κάθε μαντήλα έχει διαφορετικό όνομα ανάλογα με το σχέδιο και το χρώμα της. Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μαντήλα είναι γνωστή ως «τσεμπέρι», η οποία είναι η παραδοσιακή γυναικεία μαντήλα της Κύπρου. Το τσεμπέρι εξακολουθεί να φοριέται από πολλές ηλικιωμένες γυναίκες στις αγροτικές περιοχές του νησιού.
Το μόνο χρώμα που επέζησε μέχρι σήμερα είναι το σκούρο βυσσινί ή μοβ. Αυτό οφείλετε στο ότι οι νεότερες γυναίκες είχαν σταματήσει να φορούν το ανοιχτό κόκκινο και σκούρο κόκκινο και πράσινο λαδί τσεμπέρι όταν άρχισαν να φορούν ευρωπαϊκού τύπου ρούχα και δεν κάλυπταν πλέον το κεφάλι τους. Με την πάροδο του χρόνου, πολλά από τα σχέδια επίσης εξαφανίστηκαν. Το πιο δημοφιλές σχέδιο που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα είναι ένα απλό και πολύ λεπτό νεοκλασικό σχέδιο με στεφάνι από λουλούδια που διακοσμούν τις άκρες του τσεμπεριού.
Σε αντίθεση, οι μαντήλες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ήταν εξαιρετικά διακοσμημένες με περίτεχνα λουλουδένια σχέδια σε διάφορα χρώματα και αποχρώσεις. Λουλούδια από αμυγδαλιές, λεμονιές, ναρκίσσους, τουλίπες, κρίνα και παπαρούνες όλα απεικονίζονται, κάπως αφηρημένα, αλλά εξακολουθούν ν' αναγνωρίζονται ως τέτοια.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 οι άκρες των τσεμπεριών γυρίζονταν και ράβονταν στο χέρι με ένα πολύ λεπτό τρόπο, και πολλές φορές πρόσθεταν στις άκρες και χειροποίητες δαντέλες. Ήταν οι Τουρκοκύπριες, οι οποίες προτιμούσαν να εργάζονται στο σπίτι, που έκαναν αυτή τη δουλειά. Μετά την τουρκική εισβολή στο νησί το 1974 δεν ήταν πλέον δυνατό να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητές τους - έτσι οι κατασκευαστές υποχρεώθηκαν να φτιάχνουν στις άκρες δαντέλες της μηχανής για να τελειώσουν με ένα τσεμπέρι.
Οι μαντήλες δεν ήταν πάντα επιτόπιας κατασκευής. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μαντήλες εισάγονταν στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη, όπου κατασκευάζονταν από Αρμένιους τεχνίτες. Πολύ καιρό ακόμη πιο πριν, οι μαντήλες ήταν επιμελώς κεντημένες στο χέρι. Αυτές οι μαντήλες είχαν μεγάλη προτίμηση από τις πλούσιες κυρίες. Μερικές φορές είχαν πολύ λεπτοκαμωμένη δουλειά, και τις φορούσαν με πραγματικά λουλούδια όπως γιασεμί και γεράνια. Όμως, το κέντημα στο χέρι ήταν μια δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία που έκανε τη μαντήλα πάρα πολύ ακριβή για τους περισσότερους ανθρώπους της υπαίθρου. Ως αποτέλεσμα, η σταμπωτή μαντήλα, που ήταν μια πολύ φθηνότερη και ευκολότερη μορφή διακόσμησης, έγινε τις μόδας.
Γύρω περίπου στα 1908, η ζήτηση για σταμπωτές μαντίλες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ένας Κύπριος επιχειρηματίας έφερε στο νησί μια ομάδα από Αρμένιους τεχνίτες για να διδάξουν στους Κυπρίους την τέχνη τους. Η βιοτεχνία αυτή από τότε πήρε τα ύψη της.
Όταν ο Νίκος Κακουλλής πέθανε το Μάιο του 2003, ο άνθρωπος που περιγράφεται ως «ο τελευταίος μαντηλάρης», πήρε στον τάφο του τα μυστικά για τις βαφές που κράτησαν για αιώνες οι τεχνίτες για την κατασκευή των μαντήλων. Ο θάνατός του σήμανε και την διάλυση του τελευταίου εργαστηρίου κατασκευής της μαντήλας. Το εργαστήρι του ήταν το τελευταίο στο νησί που κατασκεύαζε αυτά τα πολύπλοκα έργα τέχνης στην Κύπρο.
Οι μαντήλες της Κύπρου ήταν, επίσης, βαθιά συνδεδεμένες με την λαϊκή παράδοση και με δεισιδαιμονίες. Τις χρησιμοποιούσαν σε ειδικές τελετές κατά τη διάρκεια του γάμου και σε λαϊκές ιατρικές πρακτικές. Η κύρια χρήση τους, ωστόσο, παρέμεινε πάντα, η διακόσμηση των κεφαλιών των γυναικών - μια καλή μαντήλα για την Κυριακή, και μία μικρότερης αξίας για καθημερινή χρήση.
NOCTOC
Mandela is the general name for headscarf in Cyprus. However, each headscarf has a different name according to its design and colour. The most commonly used mandela is known as "tsemberi", which is the traditional women's headscarf of Cyprus and is still worn by many of the older women from the rural areas of the island. At one time, almost every Cypriot woman, once she had reached the age of 13-14, wore a headscarf. The wearing of a headscarf was not only part of the women's traditional costume, but it also had a symbolic meaning since it indicated the passage of a girl from childhood to womanhood. This passage to womanhood was called "scoufoma", were upon, a girl covered her head and from that time on she never uncovered it, many times even when sleeping at night.
Young women would wear red headscarves - a bright red until about the age of 30 and darker vinegar red (xidi) for 30 to 50 year-olds. After the age of 50 a woman would wear a dark purple or brawn scarf, unless she was in mourning or a widow, in which case she would wear a black scarf known as "mereza". The only exception to the rule would be if a woman was working outside n the fields during the hot summer months. Then she would wear a white scarf called "kouroukla" which was pulled well forward over her face to reflect the heat and protect her skin from the sun's burning rays.
The tsemberi version of the mandilas was hand-printed using natural dyes that become more beautiful with washing. Although the colours and patterns are traditional, and there were many of them, only a few remained up to present times.The bright red tsemberia had seized to be produced many decide ago and so were the greens that were so popular in the Morphou area of Cyprus. The only colour that survived to the present was the dark purple.This is because the younger women had stopped wearing the bright red and darker red scarfs once they started wearing European style dress and no-longer covered their head. The patterns too had disappeared over time. The most popular pattern used up to the present was the simple and very subtle neo-classical -style wreath of flowers that decorated the border of the scarf.
In contrast, the scarves of the 19th and early 20th century were highly decorated with elaborate floral designs in a variety of shades and colours. Flowers of almond and lemon trees, narcissus, tulips, lilies and poppies were all depicted, somewhat abstract but still recognizable as such.
Until the mid-seventies the edges of the scarves were usually rolled and finely stitched, and many times a delicate border of handmade lace would be added. Turkish Cypriot women, who preferred to work at home, did this job. After the Turkish invasion of the island in 1974 it was no longer possible to use their skills - so a fine edging of machine made lace was used to finish the scarf.
The mantilas were not always made locally. During the time of Ottoman Rule, they were brought to Cyprus from Constantinople, where they were made by Armenian craftsmen. Long ago the patters were painstakingly embroidered by hand. These scarves were much favoured by the wealthy ladies. They were some-times very elaborate, and worn with real flowers such as jasmin and geranium. But embroidery was a costly and time-consuming process that made the scarf too expensive for most rural people. Block- printing, a much cheaper and easier form of decoration, came into fashion.
By around 1908 the demand for mandelas was so great that a enterprising Cypriot brought a team of Armenian experts to the island to teach the Cypriots their craft. The industry boomed.
When Nicos Kakoullis died in May 2003, the man described as "The Last of the Mantilla Makers", he took to his grave the secrets of centuries of master dyers. His death also marked the demise of the last mantilla makers industry. His had been the last workshop producing these intricate works in Cyprus.
The mantilas of Cyprus were also deeply connected to folk tradition and superstitions. They were used in special ceremonies during weddings and in folk medical practices. Their main use, however, always remained, the decoration of women's heads - a good mantilla for Sunday, and one of lesser value for everyday use.
NOCTOC
Κάποτε, σχεδόν όλες οι γυναίκες της Κύπρου έπρεπε να φορέσουν μαντήλα μόλις συμπλήρωναν την ηλικία των 13-14 ετών. Η χρήση της μαντήλας δεν ήταν μόνο ένα μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς των γυναικών, αλλά είχε επίσης και συμβολική σημασία, δεδομένου ότι δείκνυε το πέρασμα ενός κοριτσιού από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Δηλαδή, από τη μέρα που ένα κορίτσι έβαζε μαντήλα, έπαυε πλέον να είναι παιδί και γινόταν γυναίκα. Αυτό το πέρασμα στην ενηλικίωση ονομαζόταν «σκούφωμα», και από το καιρό που ένα κορίτσι σκούφωνε το κεφάλι του, δεν το ξεσκούφωνε ποτέ μέχρι να πεθάνει στα γεράματα. Πολλές φορές οι γυναίκες έμεναν σκουφωμένες ακόμα και όταν ξάπλωναν το βράδυ για να κοιμηθούν.
Οι νεαρές γυναίκες φορούσαν κόκκινο τσεμπέρι - ανοικτό κόκκινο μέχρι περίπου την ηλικία των 30 και σκούρο κόκκινο (ξιδί) από την ηλικία των 30 έως 50 ετών.Μετά την ηλικία των 50 ετών, οι γυναίκες φορούσαν ένα σκούρο βυσσινί (κρασετί) ή καφέ τσεμπέρι, εκτός αν ήταν σε πένθος ή χήρες, οπότε φορούσαν μια μαύρη μαντήλα γνωστή ως «μερέζα». Η μόνη εξαίρεση σ' αυτό τον κανόνα ήταν, όταν μια γυναίκα εργαζόταν έξω στα χωράφια κατά τη διάρκεια των ζεστών καλοκαιρινών μηνών. Σ' αυτή την περίπτωση φορούσαν μια άσπρη μαντήλα που ονομάζεται «κουρούκλα», που την τραβούσαν κάτω προς τα εμπρός και κάλυπταν το πρόσωπό τους για να αποφεύγουν τη θερμότητα και να προστατεύουν το δέρμα τους από τις ακτίνες του καυτού ήλιου.
Το τσεμπέρι που είναι μια εκδοχή της μαντήλας ήταν τυπωμένο στο χέρι και χρησιμοποιούσαν φυσικές βαφές που το έκαναν πιο όμορφο με κάθε πλύσιμο. Παρά το γεγονός ότι τα χρώματα και τα μοτίβα είναι παραδοσιακά, και υπήρχαν πολλά από αυτά, μόνο μερικά παρέμειναν έως τις μέρες μας. Τα τσεμπέρια μ' ανοιχτό κόκκινο χρώμα έχουν σταματήσει να παράγονται εδώ και πολλές δεκαετίες, καθώς και αυτά με πράσινο λαδί χρώμα που ήταν τόσο δημοφιλή στην περιοχή της Μόρφου. Το μόνο χρώμα που επέζησε μέχρι σήμερα είναι το σκούρο βυσσινί ή μοβ. Αυτό οφείλετε στο ότι οι νεότερες γυναίκες είχαν σταματήσει να φορούν το ανοιχτό κόκκινο και σκούρο κόκκινο και πράσινο λαδί τσεμπέρι όταν άρχισαν να φορούν ευρωπαϊκού τύπου ρούχα και δεν κάλυπταν πλέον το κεφάλι τους. Με την πάροδο του χρόνου, πολλά από τα σχέδια επίσης εξαφανίστηκαν. Το πιο δημοφιλές σχέδιο που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα είναι ένα απλό και πολύ λεπτό νεοκλασικό σχέδιο με στεφάνι από λουλούδια που διακοσμούν τις άκρες του τσεμπεριού.
Σε αντίθεση, οι μαντήλες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα ήταν εξαιρετικά διακοσμημένες με περίτεχνα λουλουδένια σχέδια σε διάφορα χρώματα και αποχρώσεις. Λουλούδια από αμυγδαλιές, λεμονιές, ναρκίσσους, τουλίπες, κρίνα και παπαρούνες όλα απεικονίζονται, κάπως αφηρημένα, αλλά εξακολουθούν ν' αναγνωρίζονται ως τέτοια.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 οι άκρες των τσεμπεριών γυρίζονταν και ράβονταν στο χέρι με ένα πολύ λεπτό τρόπο, και πολλές φορές πρόσθεταν στις άκρες και χειροποίητες δαντέλες. Ήταν οι Τουρκοκύπριες, οι οποίες προτιμούσαν να εργάζονται στο σπίτι, που έκαναν αυτή τη δουλειά. Μετά την τουρκική εισβολή στο νησί το 1974 δεν ήταν πλέον δυνατό να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητές τους - έτσι οι κατασκευαστές υποχρεώθηκαν να φτιάχνουν στις άκρες δαντέλες της μηχανής για να τελειώσουν με ένα τσεμπέρι.
Οι μαντήλες δεν ήταν πάντα επιτόπιας κατασκευής. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μαντήλες εισάγονταν στην Κύπρο από την Κωνσταντινούπολη, όπου κατασκευάζονταν από Αρμένιους τεχνίτες. Πολύ καιρό ακόμη πιο πριν, οι μαντήλες ήταν επιμελώς κεντημένες στο χέρι. Αυτές οι μαντήλες είχαν μεγάλη προτίμηση από τις πλούσιες κυρίες. Μερικές φορές είχαν πολύ λεπτοκαμωμένη δουλειά, και τις φορούσαν με πραγματικά λουλούδια όπως γιασεμί και γεράνια. Όμως, το κέντημα στο χέρι ήταν μια δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία που έκανε τη μαντήλα πάρα πολύ ακριβή για τους περισσότερους ανθρώπους της υπαίθρου. Ως αποτέλεσμα, η σταμπωτή μαντήλα, που ήταν μια πολύ φθηνότερη και ευκολότερη μορφή διακόσμησης, έγινε τις μόδας.
Γύρω περίπου στα 1908, η ζήτηση για σταμπωτές μαντίλες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ένας Κύπριος επιχειρηματίας έφερε στο νησί μια ομάδα από Αρμένιους τεχνίτες για να διδάξουν στους Κυπρίους την τέχνη τους. Η βιοτεχνία αυτή από τότε πήρε τα ύψη της.
Όταν ο Νίκος Κακουλλής πέθανε το Μάιο του 2003, ο άνθρωπος που περιγράφεται ως «ο τελευταίος μαντηλάρης», πήρε στον τάφο του τα μυστικά για τις βαφές που κράτησαν για αιώνες οι τεχνίτες για την κατασκευή των μαντήλων. Ο θάνατός του σήμανε και την διάλυση του τελευταίου εργαστηρίου κατασκευής της μαντήλας. Το εργαστήρι του ήταν το τελευταίο στο νησί που κατασκεύαζε αυτά τα πολύπλοκα έργα τέχνης στην Κύπρο.
Οι μαντήλες της Κύπρου ήταν, επίσης, βαθιά συνδεδεμένες με την λαϊκή παράδοση και με δεισιδαιμονίες. Τις χρησιμοποιούσαν σε ειδικές τελετές κατά τη διάρκεια του γάμου και σε λαϊκές ιατρικές πρακτικές. Η κύρια χρήση τους, ωστόσο, παρέμεινε πάντα, η διακόσμηση των κεφαλιών των γυναικών - μια καλή μαντήλα για την Κυριακή, και μία μικρότερης αξίας για καθημερινή χρήση.
NOCTOC
Mandela is the general name for headscarf in Cyprus. However, each headscarf has a different name according to its design and colour. The most commonly used mandela is known as "tsemberi", which is the traditional women's headscarf of Cyprus and is still worn by many of the older women from the rural areas of the island. At one time, almost every Cypriot woman, once she had reached the age of 13-14, wore a headscarf. The wearing of a headscarf was not only part of the women's traditional costume, but it also had a symbolic meaning since it indicated the passage of a girl from childhood to womanhood. This passage to womanhood was called "scoufoma", were upon, a girl covered her head and from that time on she never uncovered it, many times even when sleeping at night.
Young women would wear red headscarves - a bright red until about the age of 30 and darker vinegar red (xidi) for 30 to 50 year-olds. After the age of 50 a woman would wear a dark purple or brawn scarf, unless she was in mourning or a widow, in which case she would wear a black scarf known as "mereza". The only exception to the rule would be if a woman was working outside n the fields during the hot summer months. Then she would wear a white scarf called "kouroukla" which was pulled well forward over her face to reflect the heat and protect her skin from the sun's burning rays.
The tsemberi version of the mandilas was hand-printed using natural dyes that become more beautiful with washing. Although the colours and patterns are traditional, and there were many of them, only a few remained up to present times.The bright red tsemberia had seized to be produced many decide ago and so were the greens that were so popular in the Morphou area of Cyprus. The only colour that survived to the present was the dark purple.This is because the younger women had stopped wearing the bright red and darker red scarfs once they started wearing European style dress and no-longer covered their head. The patterns too had disappeared over time. The most popular pattern used up to the present was the simple and very subtle neo-classical -style wreath of flowers that decorated the border of the scarf.
In contrast, the scarves of the 19th and early 20th century were highly decorated with elaborate floral designs in a variety of shades and colours. Flowers of almond and lemon trees, narcissus, tulips, lilies and poppies were all depicted, somewhat abstract but still recognizable as such.
Until the mid-seventies the edges of the scarves were usually rolled and finely stitched, and many times a delicate border of handmade lace would be added. Turkish Cypriot women, who preferred to work at home, did this job. After the Turkish invasion of the island in 1974 it was no longer possible to use their skills - so a fine edging of machine made lace was used to finish the scarf.
The mantilas were not always made locally. During the time of Ottoman Rule, they were brought to Cyprus from Constantinople, where they were made by Armenian craftsmen. Long ago the patters were painstakingly embroidered by hand. These scarves were much favoured by the wealthy ladies. They were some-times very elaborate, and worn with real flowers such as jasmin and geranium. But embroidery was a costly and time-consuming process that made the scarf too expensive for most rural people. Block- printing, a much cheaper and easier form of decoration, came into fashion.
By around 1908 the demand for mandelas was so great that a enterprising Cypriot brought a team of Armenian experts to the island to teach the Cypriots their craft. The industry boomed.
When Nicos Kakoullis died in May 2003, the man described as "The Last of the Mantilla Makers", he took to his grave the secrets of centuries of master dyers. His death also marked the demise of the last mantilla makers industry. His had been the last workshop producing these intricate works in Cyprus.
The mantilas of Cyprus were also deeply connected to folk tradition and superstitions. They were used in special ceremonies during weddings and in folk medical practices. Their main use, however, always remained, the decoration of women's heads - a good mantilla for Sunday, and one of lesser value for everyday use.
NOCTOC