Σελίδες

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ !!!

 

Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ

Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος - Θεολόγος 

Κοιμήθηκε μητέρα καί παρθένος ἡ Παναγία μας, γιά νά ἀνεβεῖ «πλατυτέρα νεφέλης», βασίλισσα τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγγέλων, μεσίτρια ὅλων τῶν πεινασμένων γι᾽ ἀλήθεια καί διψασμένων γιά δι­και­οσύνη, τῶν «τεταγμένων εἰς ζωὴν αἰώ­νιον». Ἔζησε -μετά τή σταύρωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ μονογενῆ της- κάτω ἀπό τή στοργική φροντίδα τοῦ μαθητῆ «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς», τοῦ Ἰω­άννη, ὥς τήν ἡμέρα πού ἔγειρε καί κοιμήθηκε τόν μακάριο ὕπνο, γιά νά ἀνε­βεῖ μέ τά φτερά τῶν ἀγγέλων στήν αἰώ­νια δόξα.

  Ἄφταστο πρότυπο αἰθέριας ἁγνό­τη­τας καί ἀσύλληπτης ταπείνωσης, ἔ­φεξε μέ τό φῶς τῆς θείας μορφῆς της στούς δύστηνους σκλάβους, πού ἀνα­δεύ­ονταν μέ­σα στήν κατασκότεινη ρω­μαϊ­κή κατα­κόμβη, νά βροῦν τόν δρό­μο τοῦ λυτρωμοῦ. Στάθηκε γι᾽ αὐ­τούς ὁ­λόθερμη ἀγκάλη συ­μπόνιας, παρηγοριά γλυκύτατη, δίδαγμα ἐγκαρτέ­ρη­­σης, ταμεῖο ἀστείρευτο ἐλπί­δων ἀλλά κι ἀλάθευτη ὁδηγήτρια στήν πορεία τῆς νίκης καί τοῦ θριάμβου.

  Καί μόνον τά ἁπλά ἐπίθετα πού ὁ πιστός λαός τῆς ἀφιέρωσε νά παραθέσει κανείς, εἶναι σάν νά ἀφουγκράζεται ἀτελείωτο αἶνο ἀπό τά πλήθη πού μέ εὐλάβεια ἀκολουθοῦν σέ πο­μπή ἐπιβλητική διά μέσου τῶν αἰώ­νων: Ἄνθος τό Ἀμάραντο, Παναγία ἡ Ἀμόλυ­ντη, ἡ Ἀσπροφοροῦσα, ἡ Βασίλισσα Οὐ­ρανοῦ καί Γῆς, ἡ Γαληνή, ἡ Γλυκιά, ἡ Γιάτρισ­σα, ἡ Βεβαία Ἐλπίς, ἡ Γλυκο­φι­λοῦσα, ἡ Ἐλεοῦσα, ἡ Γοργοϋπήκοος, ἡ Βλέ­που­σα, ἡ Δεομένη, ἡ Δακρυρρο­οῦ­σα, ἡ Ἐγγυήτρια, ἡ Διακονοῦσα, ἡ Θαλασσομάχισσα, ἡ Κοσμοσώ­τειρα, ἡ Θεο­σκεποῦσα, ἡ Ἐλευθερώ­τρια, ἡ Ἡ­λιό­καλ­λη, ἡ Ζωοδότρα, ἡ Χρυ­σοπηγή, ἡ Ψυχοσώ­στρα, ἡ Πανάχραντος, ἡ Κυρία τῶν ἀγ­γέλων, ἡ Καθαρό­τατη Καρδία, ἡ Κι­βωτός, ἡ Κεχαριτωμέ­νη, ἡ Παναγία ἡ Μεγάλη, ἡ Παραμυθία καί τόσα ἄλλα ἐ­πά­νω ἀπό χίλια ἐξαίσια ὀνόματα. Δέν ὑ­πάρχει πολιτεία, κάμπος, βουνό, νησά­κι, δάσος, ἀκρωτήρι, λόφος, πού νά μήν ἔχει συνυφάνει τό ὄνομά του μέ τίς δι­κές της εὐεργεσίες. Ἐπάξια τό ἑλληνι­κό Ἔ­θνος τήν ἔστησε πολιοῦχο στή βα­σιλίδα τῶν πόλεων, νά στρατηγεύει σέ ὅλους τούς πολέμους τῆς βυ­ζαντι­νῆς Χρι­στια­νοσύνης καί νά τῆς ψάλ­λουν τά νικητήρια χρυσοφορεμένοι αὐ­τοκράτορες στήν Ἁγια-Σοφιά, τόν Παρθενώνα τῆς Ὀρθοδοξίας.

  Κι ὅταν ἡ Βασιλεύουσα, ἡ δική της πόλη, πάρθηκε κι ἡ μαύρη νύχτα τῆς δουλείας σκέπασε τό Γένος μας, στήν Κυρία Θεοτόκο κρατοῦσε στηλωμένα τά βουρκωμένα μάτια του· ἀπό Ἐκείνη πρόσμενε τή σωτηρία του. Μέ πόση δύναμη ὁ Ἠλίας Μηνιάτης, ἀμούστακο ἀγόρι -δεκαεννιά ἐτῶν- στά 1684 τήν παρακαλεῖ ἀπό τόν ἄμβωνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Βενετίας, κάνοντας ὁλάκερη τήν ἑλ­ληνική παροικία νά κλαί­ει: «Σήκωσε τό Γένος μας ἀπό τήν κοπρι­άν τῆς δουλείας εἰς τόν θρόνον τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος, ἀπό τά δεσμά εἰς τόν σκῆπτρον, ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν εἰς τό βασίλειον».
  Ἡ εὐλογημένη ἡμέρα ἀργοῦσε ἀ­κόμη. Ὅταν ὅμως πλησίασε, στή μητέρα τοῦ Θεοῦ στράφηκε τό Γένος μας μέ τό στιχηρό τοῦ δεσπότη Ἕλους Ἀν­θίμου, πού ἀντιλάλησε κάτω ἀπό τούς θόλους ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ρω­μιοσύνης: «Δεῦρο, Μῆτερ, Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, Σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπιγνώσεως καὶ σῶσον κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς καὶ δεινῇ μανίᾳ τῶν Ἀγαρη­νῶν… Οἴκτειρον οὖν, Πανύμνητε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ᾽ ἡμῶν ὀργήν, Χριστὸν δυσωποῦσα». Στό ὄνομά της ρίχνεται τό ἔθνος στόν ἀγώνα γιά ὅλα. Αὐτή στρατηγεύει στόν ἱερό πόλεμο «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία», γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους.

  Ἄλλος σταθμός τῆς Ρωμιοσύνης, πονεμένος αὐτή τή φορά: Παναγία Σου­­μελᾶ. Δυό λέξεις πού ἀποδίδουν ἐμβληματικά ὅλη τή χριστιανική ἱστορία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά κλέη του, τίς χαρές του, τά ἡρωικά κατορθώματα τῶν ἀκριτῶν, τήν αὐτοκρατορία τῶν Κομνη­νῶν τῆς Τραπεζούντας, τούς θρύλους, τά τραγούδια, τούς λεβέντικους χορούς του, τό πνεῦμα καί τήν καρ­διά του, πού ἐπισημαίνουν ἐμ­φα­τικά τό παρελθόν, τό παρόν ἀλλά καί τό μέλλον του, πού ἐν­σαρκώνουν τήν πί­στη καί τά ὁράματά του, πού ἀ­ποτε­λοῦν τήν καταφυγή καί τήν ἐλπίδα του, τήν ψυχή τῆς ψυχῆς του, τό εἶναι του. Ἑκατό χρόνια πρίν, τό 1922, ἡ βάρ­βαρη συμπεριφορά τῶν Νεοτούρκων καί τῶν Κεμαλικῶν πρός τά μοναστήρια τοῦ Πόντου ὁδήγησε στήν ὁλο­- κλη­ρωτική καταστροφή τῆς μονῆς Παναγίας Σουμελᾶ.

  Καί συνεχίζουμε τήν περιδιάβαση στήν ἱστορία. Πρίν ἀπό ὀγδόντα δύο χρόνια, τή μέρα πού γιόρταζε ἡ Μεγαλόχαρη, στόν σεπτό ναό τῆς Τήνου, τόλμη­σε ὁ φασισμός νά βεβηλώσει τό παν­η­­γύρι της μέ ἀπρόσμενο δολοφονικό χτύπημα. Ἀθέατος, καλυμμένος μέ τό μυστήριο τοῦ πελάγους, ἐξαπέλυσε τά βλή­ματά του καί βούλιαξε τό βασιλικό καράβι, πού στείλαμε νά τήν τιμήσει. Δέν συλλογίσθηκε ὁ ὕπουλος ἐχθρός πώς τό καράβι ἐκεῖνο ἦταν δικό της, πλοῖο ἱερό, καί πώς ἡ πράξη του δέν θά ᾽μενε ἀτιμώρητη.

Καί τότε, ἀπ᾽ τό καμπαναριό τῆς Μεγαλόχαρης ὥς τά πέρατα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀντιλάλησε τό σήμαντρο τοῦ ἐ­­θνικοῦ συναγερ­μοῦ. Ὁ ναός της στάθη­κε τό ψυχικό μας στρατηγεῖο. Ἀπό τά κύματα τοῦ Αἰγαίου ξεκίνησε θεριεμένο τό ἀδάμαστο πνεῦμα, πού τσάκισε τόν ἐπιβουλέα στ᾽ ἀνταριασμένα βουνά τῆς Βορείου Ἠ­πείρου. Ἀπό τόν ναό της πέταξε ἡ νίκη μ᾽ ἀπίστευτα φτερά στίς χιονισμένες κορυφές τῆς Πίνδου καί τῆς Τρεμπεσίνας.

  Κι οἱ φαντάροι μας πού σκαρφάλωναν στίς βουνοκορφές τοῦ Μοράβα τήν ἔβλεπαν παντοῦ καί πάντα μέ στέμ­­μα καί σπαθί νά προπορεύεται τρομερή καί ἀδυσώπητη. Καί σάν βρέθηκαν στήν  κορυφή, μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, καί τούς τύλιξαν τά σύννεφα, συναγμένοι ὅλοι μαζί γύρω ἀπό τόν ἱε­ρέα τοῦ συντάγματος ἔψαλαν «τῇ ὑ­περ­μάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ὅ­­πως στά πιό δο­ξασμένα χρόνια τῆς Ρωμανίας. Ἕ­νας ἀκόμη νικηφόρος πόλεμος τῶν Ἑλ­λήνων, στόν ὁποῖο ἦταν «ὑ­πέρμαχη στρατή­γισ­σα» ἡ Παναγία μας, εἶχε συντε­λεστεῖ.

  Ἡ τιμή καί ὁ σεβασμός στό πρόσω­πό της εἶναι ζυμωμένα μέ τήν ἐθνική μας ὕ­παρξη. Μᾶς παραστέκει, μᾶς σκέ­πει, μᾶς κραταιώνει, ὅπως χαρα­κτη­ρι­στικά σημειώνει ὁ πεζογράφος ἀκαδη­μαϊκός Σπύρος Μελᾶς.Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Παναγία τοῦ Γένους μας, πού ἔγινε ὕμνος, δύναμη τῆς φυλῆς μας κι ἐλπίδα, «ἡ προσ­τασία ἡ ἀκαταίσχυντος», «ὁ πύρινος στύλος» πού ὁ­δήγησε τό Γένος μας στόν δρό­­μο τοῦ θριάμβου καί τῆς δόξας, ἡ Μάνα τῆς Ρωμιοσύνης, ἱστορία κι ἀγώνας στίς κρίσιμες ὧρες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Κάθε φο­ρά πού ὡς ἔθνος περ­νᾶμε ἀπό τήν τροχιά τῶν δακρύων καί τοῦ πόνου, στήν Παναγία μας καταφεύγουμε. Γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς εὐ­γνώμονα ἀναφωνοῦμε: «Τῆς σκέπης Σου, Παρθένε, ἀνυμνοῦ­μεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔν­νοι­αν...».