Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ
Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος - Θεολόγος
Κοιμήθηκε μητέρα καί παρθένος ἡ Παναγία μας, γιά νά ἀνεβεῖ «πλατυτέρα νεφέλης», βασίλισσα τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγγέλων, μεσίτρια ὅλων τῶν πεινασμένων γι᾽ ἀλήθεια καί διψασμένων γιά δικαιοσύνη, τῶν «τεταγμένων εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἔζησε -μετά τή σταύρωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ μονογενῆ της- κάτω ἀπό τή στοργική φροντίδα τοῦ μαθητῆ «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς», τοῦ Ἰωάννη, ὥς τήν ἡμέρα πού ἔγειρε καί κοιμήθηκε τόν μακάριο ὕπνο, γιά νά ἀνεβεῖ μέ τά φτερά τῶν ἀγγέλων στήν αἰώνια δόξα.
Ἄφταστο πρότυπο αἰθέριας ἁγνότητας καί ἀσύλληπτης ταπείνωσης, ἔφεξε μέ τό φῶς τῆς θείας μορφῆς της στούς δύστηνους σκλάβους, πού ἀναδεύονταν μέσα στήν κατασκότεινη ρωμαϊκή κατακόμβη, νά βροῦν τόν δρόμο τοῦ λυτρωμοῦ. Στάθηκε γι᾽ αὐτούς ὁλόθερμη ἀγκάλη συμπόνιας, παρηγοριά γλυκύτατη, δίδαγμα ἐγκαρτέρησης, ταμεῖο ἀστείρευτο ἐλπίδων ἀλλά κι ἀλάθευτη ὁδηγήτρια στήν πορεία τῆς νίκης καί τοῦ θριάμβου.
Καί μόνον τά ἁπλά ἐπίθετα πού ὁ πιστός λαός τῆς ἀφιέρωσε νά παραθέσει κανείς, εἶναι σάν νά ἀφουγκράζεται ἀτελείωτο αἶνο ἀπό τά πλήθη πού μέ εὐλάβεια ἀκολουθοῦν σέ πομπή ἐπιβλητική διά μέσου τῶν αἰώνων: Ἄνθος τό Ἀμάραντο, Παναγία ἡ Ἀμόλυντη, ἡ Ἀσπροφοροῦσα, ἡ Βασίλισσα Οὐρανοῦ καί Γῆς, ἡ Γαληνή, ἡ Γλυκιά, ἡ Γιάτρισσα, ἡ Βεβαία Ἐλπίς, ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ἡ Ἐλεοῦσα, ἡ Γοργοϋπήκοος, ἡ Βλέπουσα, ἡ Δεομένη, ἡ Δακρυρροοῦσα, ἡ Ἐγγυήτρια, ἡ Διακονοῦσα, ἡ Θαλασσομάχισσα, ἡ Κοσμοσώτειρα, ἡ Θεοσκεποῦσα, ἡ Ἐλευθερώτρια, ἡ Ἡλιόκαλλη, ἡ Ζωοδότρα, ἡ Χρυσοπηγή, ἡ Ψυχοσώστρα, ἡ Πανάχραντος, ἡ Κυρία τῶν ἀγγέλων, ἡ Καθαρότατη Καρδία, ἡ Κιβωτός, ἡ Κεχαριτωμένη, ἡ Παναγία ἡ Μεγάλη, ἡ Παραμυθία καί τόσα ἄλλα ἐπάνω ἀπό χίλια ἐξαίσια ὀνόματα. Δέν ὑπάρχει πολιτεία, κάμπος, βουνό, νησάκι, δάσος, ἀκρωτήρι, λόφος, πού νά μήν ἔχει συνυφάνει τό ὄνομά του μέ τίς δικές της εὐεργεσίες. Ἐπάξια τό ἑλληνικό Ἔθνος τήν ἔστησε πολιοῦχο στή βασιλίδα τῶν πόλεων, νά στρατηγεύει σέ ὅλους τούς πολέμους τῆς βυζαντινῆς Χριστιανοσύνης καί νά τῆς ψάλλουν τά νικητήρια χρυσοφορεμένοι αὐτοκράτορες στήν Ἁγια-Σοφιά, τόν Παρθενώνα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κι ὅταν ἡ Βασιλεύουσα, ἡ δική της πόλη, πάρθηκε κι ἡ μαύρη νύχτα τῆς δουλείας σκέπασε τό Γένος μας, στήν Κυρία Θεοτόκο κρατοῦσε στηλωμένα τά βουρκωμένα μάτια του· ἀπό Ἐκείνη πρόσμενε τή σωτηρία του. Μέ πόση δύναμη ὁ Ἠλίας Μηνιάτης, ἀμούστακο ἀγόρι -δεκαεννιά ἐτῶν- στά 1684 τήν παρακαλεῖ ἀπό τόν ἄμβωνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Βενετίας, κάνοντας ὁλάκερη τήν ἑλληνική παροικία νά κλαίει: «Σήκωσε τό Γένος μας ἀπό τήν κοπριάν τῆς δουλείας εἰς τόν θρόνον τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος, ἀπό τά δεσμά εἰς τόν σκῆπτρον, ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν εἰς τό βασίλειον».
Ἡ εὐλογημένη ἡμέρα ἀργοῦσε ἀκόμη. Ὅταν ὅμως πλησίασε, στή μητέρα τοῦ Θεοῦ στράφηκε τό Γένος μας μέ τό στιχηρό τοῦ δεσπότη Ἕλους Ἀνθίμου, πού ἀντιλάλησε κάτω ἀπό τούς θόλους ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ρωμιοσύνης: «Δεῦρο, Μῆτερ, Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, Σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπιγνώσεως καὶ σῶσον κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς καὶ δεινῇ μανίᾳ τῶν Ἀγαρηνῶν… Οἴκτειρον οὖν, Πανύμνητε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ᾽ ἡμῶν ὀργήν, Χριστὸν δυσωποῦσα». Στό ὄνομά της ρίχνεται τό ἔθνος στόν ἀγώνα γιά ὅλα. Αὐτή στρατηγεύει στόν ἱερό πόλεμο «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία», γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους.
Ἄλλος σταθμός τῆς Ρωμιοσύνης, πονεμένος αὐτή τή φορά: Παναγία Σουμελᾶ. Δυό λέξεις πού ἀποδίδουν ἐμβληματικά ὅλη τή χριστιανική ἱστορία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά κλέη του, τίς χαρές του, τά ἡρωικά κατορθώματα τῶν ἀκριτῶν, τήν αὐτοκρατορία τῶν Κομνηνῶν τῆς Τραπεζούντας, τούς θρύλους, τά τραγούδια, τούς λεβέντικους χορούς του, τό πνεῦμα καί τήν καρδιά του, πού ἐπισημαίνουν ἐμφατικά τό παρελθόν, τό παρόν ἀλλά καί τό μέλλον του, πού ἐνσαρκώνουν τήν πίστη καί τά ὁράματά του, πού ἀποτελοῦν τήν καταφυγή καί τήν ἐλπίδα του, τήν ψυχή τῆς ψυχῆς του, τό εἶναι του. Ἑκατό χρόνια πρίν, τό 1922, ἡ βάρβαρη συμπεριφορά τῶν Νεοτούρκων καί τῶν Κεμαλικῶν πρός τά μοναστήρια τοῦ Πόντου ὁδήγησε στήν ὁλο- κληρωτική καταστροφή τῆς μονῆς Παναγίας Σουμελᾶ.
Καί συνεχίζουμε τήν περιδιάβαση στήν ἱστορία. Πρίν ἀπό ὀγδόντα δύο χρόνια, τή μέρα πού γιόρταζε ἡ Μεγαλόχαρη, στόν σεπτό ναό τῆς Τήνου, τόλμησε ὁ φασισμός νά βεβηλώσει τό πανηγύρι της μέ ἀπρόσμενο δολοφονικό χτύπημα. Ἀθέατος, καλυμμένος μέ τό μυστήριο τοῦ πελάγους, ἐξαπέλυσε τά βλήματά του καί βούλιαξε τό βασιλικό καράβι, πού στείλαμε νά τήν τιμήσει. Δέν συλλογίσθηκε ὁ ὕπουλος ἐχθρός πώς τό καράβι ἐκεῖνο ἦταν δικό της, πλοῖο ἱερό, καί πώς ἡ πράξη του δέν θά ᾽μενε ἀτιμώρητη.
Καί τότε, ἀπ᾽ τό καμπαναριό τῆς Μεγαλόχαρης ὥς τά πέρατα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀντιλάλησε τό σήμαντρο τοῦ ἐθνικοῦ συναγερμοῦ. Ὁ ναός της στάθηκε τό ψυχικό μας στρατηγεῖο. Ἀπό τά κύματα τοῦ Αἰγαίου ξεκίνησε θεριεμένο τό ἀδάμαστο πνεῦμα, πού τσάκισε τόν ἐπιβουλέα στ᾽ ἀνταριασμένα βουνά τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἀπό τόν ναό της πέταξε ἡ νίκη μ᾽ ἀπίστευτα φτερά στίς χιονισμένες κορυφές τῆς Πίνδου καί τῆς Τρεμπεσίνας.
Κι οἱ φαντάροι μας πού σκαρφάλωναν στίς βουνοκορφές τοῦ Μοράβα τήν ἔβλεπαν παντοῦ καί πάντα μέ στέμμα καί σπαθί νά προπορεύεται τρομερή καί ἀδυσώπητη. Καί σάν βρέθηκαν στήν κορυφή, μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, καί τούς τύλιξαν τά σύννεφα, συναγμένοι ὅλοι μαζί γύρω ἀπό τόν ἱερέα τοῦ συντάγματος ἔψαλαν «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ὅπως στά πιό δοξασμένα χρόνια τῆς Ρωμανίας. Ἕνας ἀκόμη νικηφόρος πόλεμος τῶν Ἑλλήνων, στόν ὁποῖο ἦταν «ὑπέρμαχη στρατήγισσα» ἡ Παναγία μας, εἶχε συντελεστεῖ.
Ἡ τιμή καί ὁ σεβασμός στό πρόσωπό της εἶναι ζυμωμένα μέ τήν ἐθνική μας ὕπαρξη. Μᾶς παραστέκει, μᾶς σκέπει, μᾶς κραταιώνει, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ πεζογράφος ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς.Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Παναγία τοῦ Γένους μας, πού ἔγινε ὕμνος, δύναμη τῆς φυλῆς μας κι ἐλπίδα, «ἡ προστασία ἡ ἀκαταίσχυντος», «ὁ πύρινος στύλος» πού ὁδήγησε τό Γένος μας στόν δρόμο τοῦ θριάμβου καί τῆς δόξας, ἡ Μάνα τῆς Ρωμιοσύνης, ἱστορία κι ἀγώνας στίς κρίσιμες ὧρες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Κάθε φορά πού ὡς ἔθνος περνᾶμε ἀπό τήν τροχιά τῶν δακρύων καί τοῦ πόνου, στήν Παναγία μας καταφεύγουμε. Γι᾽ αὐτό κι ἐμεῖς εὐγνώμονα ἀναφωνοῦμε: «Τῆς σκέπης Σου, Παρθένε, ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν...».