Ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» μας;
Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
«Ό,τι κάμομε, θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχουμε καμμιά ελπίδα από τους ξένους», έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Έτσι και τότε, πριν από την «αγιασμένη Επανάσταση», ελπίζαμε στους ξένους να μας βοηθήσουν για να αποτινάξουμε τον ζυγό. Για αντιπερισπασμό οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, όταν αντιμάχονταν τους Τούρκους, μας ξεσήκωναν. Και πάντα ευκολόπιστοι, κατασκοτωνόμασταν και ονειρευόμασταν. Ελπίζαμε σε ξανθά ή μελαχροινά γένη να μας ελευθερώσουν. Ο επίλογος ήταν ερείπια και σφαγές, οι θηριωδίες των Τούρκων κατά ανυπεράσπιστων γυναικών και παιδιών. Αλλά «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Συνειδητοποίησαν οι πρόγονοί μας ότι η λευτεριά είναι κάστρο και το παίρνεις με το σπαθί σου.
«Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια
Αλλ’ ανάσασιν καμμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά», θρηνεί και ο εθνικός μας ποιητής, για την αδιαφορία και απονιά των ξένων. Και συμπληρώνει στην επόμενη στροφή
«Σύρε νάβρης τα παιδιά σου
Σύρε, έλεγαν πολλοί». Ναι, μόνο με τα παιδιά της, και ας έχει άλλο νόημα ο στίχος, η πατρίδα μπορεί να υπερασπιστεί τα όσια και τα ιερά της.
Δεν περνά ημέρα που δεν εξεμούν οι Τούρκοι τις παρανοϊκές απειλές τους. Μόνο ημερομηνία κηρύξεως του πολέμου δεν προσδιορίζουν. Κακώς απαντούμε μέσω πολιτικών ανακοινώσεων. Ένας ψυχίατρος θα ήταν καταλληλότερος. Μας κατηγορούν για θηριωδίες!! Ποιοι; Η εγκληματικότερη φυλή της ιστορίας…
Και ας σταματήσει επιτέλους η αποκοίμιση του λαού με το ηττοπαθές και ανεπέρειστο επιχείρημα πως όλα γίνονται για «εσωτερική κατανάλωση». Δικτάτορας είναι, «ανήρ λοιμός», που έλεγαν και οι αρχαίοι και όπως όλες οι μεγαλαυχείς και πολεμοχαρείς «κουτσουλιές» της ιστορίας, θέλει να την κηλιδώσει, αιματοκυλώντας λαούς και πρωτίστως τον δικό του, που είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα τον κρεμάσει ανάποδα.
Το λεξιλόγιό του, η κατασυκοφάντηση του λαού μας, παραπέμπει σε εποχές που κάποιος στρατός παρήλαυνε με το «βάδισμα της χήνας». (Έχουμε προσέξει τι βήμα χρησιμοποιούν οι Τούρκοι στρατιώτες στις παρελάσεις τους και τι σκηνικά τις περιβάλλουν; Παντού σημαίες, ακόμη και στα κοτέτσια, και όρθιος, ο Μπενίτο της Άγκυρας, στην εξέδρα, να ονειροφαντάζεται οθωμανικές αυτοκρατορίες και ζωτικούς χώρους. Αν στην θέση του «μισοφέγγαρου» βάλεις την «σβάστικα», μεταφέρεσαι στο Βερολίνο της δεκαετίας του ‘30).
Εθελοτυφλούν όσοι δεν βλέπουν τον κίνδυνο ή, χειρότερα, περιμένουν ότι θα μας σώσουν οι ξένοι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια είναι η «κόκκινη γραμμή» μας. Ποια ενέργεια των Τούρκων θα προκαλέσει την από μέρους μας συντριπτική στρατιωτική απάντηση; Θυμίζω πως το θλιβερό βράδυ των Υμίων ο Σημίτης και το τετρομαγμένο και ψοφοδεές εκσυγχρονιστικό κηφηναριό, εκλιπαρούσε τους Αμερικανούς για μεσολάβηση. Ποιος ξεχνά το ατιμωτικό «ευχαριστώ τους Αμερικανούς», που ψέλλισε ο Νενέκος από το βήμα της Βουλής;
Αυτό δεν τον ξεχνούν και οι Τούρκοι. Μια απόβαση των Τούρκων σε βραχονησίδα ελληνική είναι αιτία πολέμου για μας; Επαναλαμβάνω ποιες είναι «οι κόκκινες γραμμές»; Ξεκαθάρισε ποτέ Έλληνας πρωθυπουργός τα όρια του κατευνασμού μας; (Το ρήμα κατευνάζω παράγεται από το κατά +ευνή. Ευνή σημαίνει κρεβάτι. Σύνευνος είναι ο σύζυγος. Κατευνάζω σημαίνει βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο, καθησυχάζω. Είμαστε σίγουροι ότι κοιμάται ήρεμος, ο λυσσασμένος… Ερντογρούλ, μετά από τόσο κατευνασμό;).
Αν οι Τούρκοι καταρρίψουν ελληνικό πολεμικό αεροπλάνο ή χτυπήσουν ένα πλοίο του Λιμενικού, θα ανταποδώσουμε; Σε περίπτωση που ενσωματώσουν τα Κατεχόμενα, πώς θα αντιδράσουμε; Αν στείλουν κάποιο ερευνητικό σκάφος, το «Ορούτς Ρέις» για παράδειγμα στα ημέτερα χωρικά ύδατα (των 6 ναυτικών μιλίων), τι πράττουμε; Το βυθίζουμε ή σπεύδουμε, για παρηγορία, μυξοκλαίγοντας στον ανεύθυνο ΟΗΕ ή στο ΝΑΤΟ του τουρκόδουλου Στόλτενμπεργκ; Αν οι Τούρκοι αποστείλουν τηλεσίγραφο, που θα χρήζει ψυχιατρικής, όπως προείπα, αναλύσεως, για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών εντός ενός μηνός, για παράδειγμα, τι αποκρινόμαστε; Και τι θα γίνει με τους χιλιάδες λαθρόβιους Μωαμεθανούς, κυρίως Πακιστανούς, οι οποίοι προέρχονται από κράτος εμφανώς εχθρό της Ελλάδας; Οι Αμερικανοί, όταν βομβάρδισαν οι Ιάπωνες τον στόλο τους στην Χαβάη, στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου του 1941, συνέλαβαν όλους τους ιαπωνικής καταγωγής πολίτες τους, δικαίους και αδίκους, και τους έκλεισαν σε στρατόπεδα, για να αποφύγουν δολιοφθορές από την Πέμπτη Φάλαγγα. Υπάρχει κάποια πρόβλεψη γι’ αυτό το κρισιμότατο θέμα;
Είναι γνωστό πως σε περίπτωση πολεμικής συρράξεως δεν πολεμούν μόνο οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά και ο απόλεμος λαός. Αν υπάρχει ανασφάλεια στα μετόπισθεν, μεταφέρεται και στην γραμμή πυρός, στο πεδίο, πράγμα καταστροφικό για τους μάχιμους.
Στην γιγαντομαχία του ’40, συμμετείχε, κυρίως με το σθένος, την αποφασιστικότητα και την πίστη στην νίκη, ενωμένο ολόκληρο το έθνος, πράγμα που είχε θετικότατο αντίκτυπο στο μέτωπο και αναπτέρωνε το ηθικό. Το έχω ξαναγράψει, αλλά το μεταφέρω και πάλι. Είναι από το πιο ηρωικά γεγονότα, που έχω διαβάσει της ιστορίας μας. Για να ανασάνουμε λίγο…
Στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών, στις 27 Οκτωβρίου του 1960, ο μεγάλος μας λογοτέχνης Στρατής Μυριβήλης, μεταξύ των άλλων σπουδαίων ανέφερε και ένα συγκλονιστικό γεγονός.
«Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνα υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα και ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στην σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
-Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
-Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε αυστηρά με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε, γέρο μου μού είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα κι ήρθα». («Η 28η Οκτωβρίου 1940», πανηγυρικοί λόγοι ακαδημαϊκών, επιμέλεια Πέτρος Χάρης, Αθήνα 1978, σ. 322).
Και ένα τελευταίο ερώτημα: Είμαστε σήμερα τέτοιος λαός;