«Τί σᾶς ἀπασχολεῖ, τί σᾶς ἀνησυχεῖ περισσότερο, ὅταν ἀναλογίζεστε τὸ μέλλον;», ρώτησαν τὸν ποιητὴ στὰ 1976². Που μ’ ἄλλα λόγια πάει νὰ πεῖ: «Ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα, λέγε, τί βλέπεις;»³. Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Εἶναι ἡ βαρβαρότητα. Τὴ βλέπω νὰ ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω ἀπὸ ἄνομες συμμαχίες καὶ προσυμφωνημένες ὑποδουλώσεις. Δὲν θὰ πρόκειται γιὰ τοὺς φούρνους τοῦ Χίτλερ ἴσως, ἀλλὰ γιὰ μεθοδευμένη καὶ οἰονεῖ ἐπιστημονικὴ καθυπόταξη τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὸν πλήρη ἐξευτελισμό του. Γιὰ τὴν... ἀτίμωσή του»².
Κι ἔψαξα καὶ βρῆκα τὸν ποιητή. Τὸν ἐπίασα, λοιπόν, καὶ τοῦ λέω: «Ὅπως τὰ ‘πὲς ἔτσι κι ἔγινε. Μὲ τὸ πρόσχημα μίας ψευτοεπιστημονικῆς καθυπόταξης ζητοῦν τὸν πλήρη ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν ἀτίμωσή μας».
Ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικὸς «κι ὕστερα κάθισε καὶ σιωπηλὰ γρατζουνοῦσε τὶς ρυτίδες του». Ὥσπου ξαναμίλησε: «Θυμᾶμαι τὴ μέρα ποὺ μᾶς κήρυξαν τὸν πόλεμο οἱ Γερμανοί. Τὸ πλῆθος ποὺ ζητωκραύγαζε στὴν ὁδὸ Σταδίου σώπασε ξαφνικὰ κι ἔπειτα ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ μὲ μία βαριὰ μεγάλη φωνή: “Τὴ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ τὰ νικητήρια”. Αὐτὸ καὶ μόνο. Ἀλλὰ αὐτὸ καὶ μόνο ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ καταλάβει κανεὶς πὼς ὁ πόλεμος τοῦτος δὲν ἦταν σημερινὸς οὔτε χτεσινός: ἦταν ὁ αἰώνιος πόλεμος τῆς Ἑλλάδας ὅλων τῶν καιρῶν γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀξία».
«Αὐτὸ καὶ μόνο». Αὐτοὶ καὶ μόνο, ἕνας στὰ Κύθηρα κι ἕνας στὸ Μεσολόγγι τῶν ποιητῶν ἀγαπημένα μέρη.
Ἀλλά, Θεὲ καὶ Ποιητὴ τῶν πάντων «…ἔγιναν θηρία καὶ ἀνθρωποφάγοι εἰς ἐμᾶς καὶ οἱ βασιλεῖς σου καὶ οἱ ἀρχιγερεῖς σου καὶ οἱ κριτές σου καὶ ὅλοι αὐτεῖνοι σήκωσαν τὴν εὐλογίαν ἀπὸ τὴν παντοδυναμίαν σου καὶ τῆς βασιλείας σου, καὶ τὴν ἔδωσαν, ὅλοι αὐτεῖνοι, τοῦ ἀφεντὸς τους τοῦ διαβόλου, καὶ μᾶς ἕντυσαν αὐτεινοῦ τὸ φόρεμα καὶ δοξολογοῦμε αὐτόν, καὶ ἔκλαιγα καὶ ἔλεγα καὶ λέγω, σῶσε μας ἀπὸ αὐτούς». Ὅτ’ εἴμαστε ἐλεύθεροι-πολιορκημένοι.
Ὁ ποιητὴς ξεφύσησε, γύρισε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, ὕστερα σὲ μένα κι ὕστερα κάπου δεξιὰ καὶ κοιτάζοντας μακριὰ εἶπε: «Λένε πὼς ὁ Διονύσιος, κόμης Σολωμός, ὅταν γύρισε ἀπὸ τὴν Ἰταλία στὴ Ζάκυνθο, στολισμένος μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς σοφίας καὶ μὲ ὅλα τὰ πλούτη, περνώντας μία νύχτα ἔξω ἀπὸ μία ταβέρνα, ἄκουσε τὸν τυφλὸ ζητιάνο Νικόλα Κοκονδρὴ νὰ τραγουδᾶ: “Ὁ Ἅγιος Τάφος τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος δὲν ἐκάη· ἐκεῖ ποὺ βγαίνει τ’ ἅγιο φῶς ἄλλη φωτιὰ δὲν πάει”. Ὁ Σολωμός, μᾶς λένε, συγκινήθηκε τόσο, ποὺ ὅρμησε μέσα στὸ καπηλειὸ καὶ πρόσταξε νὰ τοὺς κεράσουν ὅλους». Μα τώρα κλαίει τῶν τροβαδούρων ἡ μοῦσα κι ὁ κόντε Διονύσης τί νὰ κεράσει, ποὺ ὁ Ἔρικ Κλάπτον δὲν ξέρει ἂν θὰ μπορέσει νὰ παίξει τὴν κιθάρα τοῦ ξανὰ ὅπως παλιά….
»Ὁπόταν ἀναρωτιέται κανείς: γιὰ τί παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στὰ ἐργαστήριά μας; Παλεύουμε γιὰ ἕνα τίποτα, ποὺ ὡστόσο εἶναι τὸ πᾶν. Εἶναι οἱ δημοκρατικοὶ θεσμοί, ποὺ ὅλα δείχνουν ὅτι δὲν θ’ ἀντέξουν γιὰ πολύ. Εἶναι ἡ ποιότητα, ποὺ γι’ αὐτὴ δὲν δίνει κανεὶς πεντάρα. Εἶναι ἡ ὀντότητα τοῦ ἀτόμου, ποὺ βαίνει πρὸς τὴν ὁλικὴ ἔκλειψη»². Μὰ ὁ «Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ» κι ἀμάν, ἀμὰν κάντε τὸν πιὰ νὰ πάψει! Οὐ δυνάμεθα ἀντιειπεῖν, οὐδὲ ἀντιστῆναι. Νικᾶτε, ἡττημένοι ὄντες… Μὰ κι ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Νέρων κέρδισε πανηγυρικὰ ὅλα τ’ ἀγωνίσματα στὰ ὁποῖα συμμετεῖχε στὴν Ὀλυμπιάδα τοῦ 65 μ.Χ.
»Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ “Ἰησοῦς Χριστὸς Νικά”» καί…
»Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πρᾶγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
»καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
»πού εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸ τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης,
»ἐκείνου τοῦ πέλαγου τὸν καημὸ σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης».
Μὰ δὲν βαριέσαι καημένε… Ἢ μᾶλλον ὄχι ὄχι, νὰ μὴ βαρεθεῖς καὶ ψάξε μόνος σου νὰ βρεῖς τοῦ ποιήματός μου δὰ αὐτοῦ τὸν τελευταῖο στίχο.
«Ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα, λέγε, τί βλέπεις;»2 . Μὰ δὲν χρειάζεται προφήτης, ἀγαπητέ μου.
Θέλω νὰ πῶ πὼς «ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις, ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγῳδία περιμένει, ἀναπότρεπτη, στὸ τέλος. Τὸ δρᾶμα αὐτοῦ του τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμό, καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μας ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι Ἐθνικὴ ἐπιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου».
Εἶχα παρακαλέσει τὸν Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορᾶ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω. Καὶ μοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ἐσεῖς οἱ ποιητὲς ἔτσι κι ἀλλιῶς μιλᾶτε συνέχεια μὲ τὴ διαχρονικότητα τοῦ ἔργου σας».
«Ἐκεῖνοι βλέπουν τὸ τίποτα. Ἐμεῖς τὸ πᾶν. Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, θὰ φανεῖ μία μέρα, ὅταν δὲν θὰ ‘μαστε πιὰ ἐδῶ. Θὰ εἶναι, ὅμως, ἐὰν ἀξίζει, τὸ ἔργο κάποιου ἀπ’ ὅλους ἐμᾶς. Καὶ αὐτὸ θὰ σώσει τὴν τιμὴ ὅλων μας -καὶ τῆς ἐποχῆς μας»².
1. Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου παραπέμπει στὸ ποίημα τοῦ Γ. Σεφέρη «Ἐπὶ Ἀσπαλάθων».
2. Ὄδ. Ἐλύτης. Συνέντευξη στὸν Γ. Πηλιχό, Ἐφημερίδα Τα Νέα, 26 Νοεμβρίου 1976.
3. Ὄδ. Ἐλύτης. Το Ἄξιόν Ἐστι. Ἔκδ. Ἴκαρος (Ἔκδοση 13η), Ἀθῆνα, 1980.
4. Θ. Πουταχίδης. Δύναμις. Ἔκδ. Ἄθ. Ἀλτιντζή, Θὲσ/νίκη, 2019.
5. Γ. Σεφέρης. Δοκιμές Ά Τόμος (1936-1947). Ἔκδ. Ἴκαρος (Ἔκδοση 9η), Ἀθῆνα, 2013.
6. Ι. Μακρυγιάννη. Οράματα καὶ Θάματα. Μεταγραφή Α. Παπακώστας. Ἔκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθῆνα, 2002.
7. Γ. Σεφέρης. Ποιήματα. Ἔκδ. Ἴκαρος (Ἔκδοση 15η), Ἀθῆνα, 1985
8. Στίχοι τοῦ ποιήματος τοῦ Γ. Σεφέρη «Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος μιλᾶ».
9. Γ. Σεφέρης. Δήλωση στὸ BBC (28/3/1969).