Του Γιώργου Κοντογιώργη
Για να κατανοηθούν οι αιτίες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας αρκεί να σταθεί κανείς επιγραμματικά σε τέσσερις, μείζονες, αλλά και σημειολογικά ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις, στις οποίες προέβη το νεοελληνικό κράτος. Το νεοελληνικό κράτος αποτέλεσε ένα μόρφωμα με ασφυκτικά περιορισμένα σύνορα, αναντίστοιχο προς το μέγεθος και τις ανάγκες του μείζονος Ελληνισμού. Επιπλέον, θεσμίσθηκε υπό καθεστώς πλήρους προτεκτοράτου. Εξ ου και τα κόμματα ανέλαβαν να υπηρετήσουν το καθεστώς αυτό, δηλαδή τις “προστάτιδες” Δυνάμεις και όχι την ελληνική κοινωνία, το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης ή, έστω, μια ταξική εκφορά του κοινού συμφέροντος.
Δεύτερον, το κράτος αυτό δομήθηκε πολιτικά ως απόλυτη μοναρχία – κρατική δεσποτεία, παρακάμπτοντας εξ ολοκλήρου την οικουμενική και γι’ αυτό βαθιά δημοκρατική ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας. Δημοκρατική ιδιοσυστασία που αποτυπώθηκε στα πολιτικά κείμενα επί Τουρκοκρατίας (των κοινών και της διανόησης) και στα χρόνια της Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου και του Καποδίστρια. Το επιχείρημα που επικαλέσθηκαν οι λεγόμενες “προστάτιδες” Δυνάμεις ήταν ότι οι Έλληνες είναι άναρχος (διάβαζε δημοκρατικός) λαός και, ως εκ τούτου, μη ικανός να διοικήσει το κράτος του, κατά το (ευρωπαϊκό) απολυταρχικό πρότυπο.
Τρίτον, από τις πρώτες ενέργειες της βαυαρικής δυναστείας ήταν να καταργήσει τη δημοκρατική πολιτεία των Ελλήνων, δηλαδή την εν δήμω κοινωνική συλλογικότητα, που λειτουργούσε ιστορικά αδιατάρακτα στο πλαίσιο των πόλεων/κοινών. Η απαξιωτική προσέγγιση των Βαυαρών της δημοκρατίας των κοινών είναι εξόχως χαρακτηριστική: «Τέτοιου είδους συνελεύσεις αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας. Και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τέτοιου είδους συζητήσεις είναι αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον, επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία, ακριβή και εκ βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής διοίκησης».
Οίκοθεν νοείται ότι, υπό τις συνθήκες της μοναρχικής απολυταρχίας ουδείς λόγος ηδύνατο να γίνει για την μεταστέγαση της πολιτείας του κοινού/πόλης, της θεμέλιας κοινωνίας της μικρής κλίμακας, στο κράτος έθνος, στην ομόλογη κοινωνία της μεγάλης κλίμακας. Όχι γιατί δεν ήταν εφικτή, αλλά επειδή εθεωρείτο επιεικώς αδιανόητη η ιδέα της δημοκρατίας, ή έστω της αντιπροσώπευσης. Όπως ακριβώς και στις ημέρες μας.
Τέταρτον, το νεοελληνικό κράτος όχι μόνον δεν επέτρεψε την είσοδο στους κόλπους του της σπουδαίας –οικουμενικά διατεταγμένης– αστικής τάξης, που επιχειρούσε στο περιβάλλον του μείζονος Ελληνισμού, αλλά και αναλώθηκε συστηματικά στην καταστροφή της, με πρόσχημα τη Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή την εθνική ολοκλήρωση. Συγχρόνως, καταπολέμησε κάθε απόπειρα συγκρότησης μιας εθνοκρατικής αστικής τάξης, ευνοώντας αποκλειστικά την ανάδειξη αστικών παρασιτικών παραφυάδων του κράτους, με σκοπό τη νομή του.
Η ιδιοποίηση του κράτους
Με τον τρόπο αυτόν, η πολιτική τάξη του κράτους θα κατορθώσει να παραμείνει μοναδικός παίκτης του πολιτικού συστήματος, απαλλαγμένη τόσο από την θεσμισμένη κοινωνική συλλογικότητα, όσο και από την ενδιάμεση κοινωνική δύναμη των αστών. Θα αποδομήσει την κοινωνική συλλογικότητα, εισάγοντας πολιτικές εξατομικευμένης πρόσληψης του δημοσίου χώρου (πελατειακής λογικής). Ταυτοχρόνως, θα αποκλείσει τους αστούς από την ελληνική επικράτεια, οι οποίοι θα μπορούσαν να προσανατολίσουν τις πολιτικές του κράτους.
Έχοντας ιππεύσει επί του πολιτικού συστήματος, αντί να λειτουργήσει ως διαλλακτής μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων στη διαμόρφωση του κοινού συμφέροντος, μετεβλήθη η ίδια σε πολιτικό σύστημα και ιδιοποιήθηκε το κράτος. Η υψηλή δημοκρατικού τύπου πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας αποξενώθηκε από τον θεσμισμένο φυσικό της χώρο, τον δήμο, όπου είθισται να λειτουργεί η διαθέτουσα πολιτική ατομικότητα κοινωνία των πολιτών.
Χρησιμοποιήθηκε σαν όχημα για να υποκαταστήσει η πολιτική τάξη τις δημόσιες πολιτικές με πολιτικές πελατειακής εξατομίκευσης. Την ίδια στιγμή το “επιχειρείν” θα ενοχοποιηθεί ως υπόλογο κοινωνικής εκμετάλλευσης και “εθνικώς” ύποπτο. Μαζί του και η οικουμενική αστική τάξη. Η σταθερά αυτή επανέρχεται δυναμικά και μεταβάλλεται σε κυρίαρχη ιδεολογία στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με ακραία της έκφραση το εγχείρημα της δημιουργίας “νέων τζακιών”, δηλαδή μια νέας αστικής τάξης που θα συνεργούσε στο εγχείρημα του σοσιαλιστικού κόμματος για την ολοκληρωτική νομή του κράτους.
Σήμερα, η άρχουσα επιχειρηματική τάξη της χώρας συγκροτείται ως προς το ουσιώδες από έναν κύκλο εργολάβων, τηλεκρατόρων, μεσαζόντων για τις προμήθειες του κράτους (οπλικών συστημάτων κλπ), νονών της νύχτας και ποικίλων όσων κακοποιών, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η οικονομία εξακολουθεί να είναι βαθιά παρασιτική. Η προσεγγίσεις αυτές του κράτους και των πολιτικών του διέρχονται οριζοντίως το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και, εννοείται, των συγκατανευσιφάγων (συνδικαλιστών, ιδιωτών κλπ) που συναινούν στη νομή του δημόσιου αγαθού.
Πηγή: slpress.gr
Για να κατανοηθούν οι αιτίες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας αρκεί να σταθεί κανείς επιγραμματικά σε τέσσερις, μείζονες, αλλά και σημειολογικά ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις, στις οποίες προέβη το νεοελληνικό κράτος. Το νεοελληνικό κράτος αποτέλεσε ένα μόρφωμα με ασφυκτικά περιορισμένα σύνορα, αναντίστοιχο προς το μέγεθος και τις ανάγκες του μείζονος Ελληνισμού. Επιπλέον, θεσμίσθηκε υπό καθεστώς πλήρους προτεκτοράτου. Εξ ου και τα κόμματα ανέλαβαν να υπηρετήσουν το καθεστώς αυτό, δηλαδή τις “προστάτιδες” Δυνάμεις και όχι την ελληνική κοινωνία, το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης ή, έστω, μια ταξική εκφορά του κοινού συμφέροντος.
Δεύτερον, το κράτος αυτό δομήθηκε πολιτικά ως απόλυτη μοναρχία – κρατική δεσποτεία, παρακάμπτοντας εξ ολοκλήρου την οικουμενική και γι’ αυτό βαθιά δημοκρατική ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας. Δημοκρατική ιδιοσυστασία που αποτυπώθηκε στα πολιτικά κείμενα επί Τουρκοκρατίας (των κοινών και της διανόησης) και στα χρόνια της Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου και του Καποδίστρια. Το επιχείρημα που επικαλέσθηκαν οι λεγόμενες “προστάτιδες” Δυνάμεις ήταν ότι οι Έλληνες είναι άναρχος (διάβαζε δημοκρατικός) λαός και, ως εκ τούτου, μη ικανός να διοικήσει το κράτος του, κατά το (ευρωπαϊκό) απολυταρχικό πρότυπο.
Τρίτον, από τις πρώτες ενέργειες της βαυαρικής δυναστείας ήταν να καταργήσει τη δημοκρατική πολιτεία των Ελλήνων, δηλαδή την εν δήμω κοινωνική συλλογικότητα, που λειτουργούσε ιστορικά αδιατάρακτα στο πλαίσιο των πόλεων/κοινών. Η απαξιωτική προσέγγιση των Βαυαρών της δημοκρατίας των κοινών είναι εξόχως χαρακτηριστική: «Τέτοιου είδους συνελεύσεις αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας. Και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τέτοιου είδους συζητήσεις είναι αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον, επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία, ακριβή και εκ βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής διοίκησης».
Οίκοθεν νοείται ότι, υπό τις συνθήκες της μοναρχικής απολυταρχίας ουδείς λόγος ηδύνατο να γίνει για την μεταστέγαση της πολιτείας του κοινού/πόλης, της θεμέλιας κοινωνίας της μικρής κλίμακας, στο κράτος έθνος, στην ομόλογη κοινωνία της μεγάλης κλίμακας. Όχι γιατί δεν ήταν εφικτή, αλλά επειδή εθεωρείτο επιεικώς αδιανόητη η ιδέα της δημοκρατίας, ή έστω της αντιπροσώπευσης. Όπως ακριβώς και στις ημέρες μας.
Τέταρτον, το νεοελληνικό κράτος όχι μόνον δεν επέτρεψε την είσοδο στους κόλπους του της σπουδαίας –οικουμενικά διατεταγμένης– αστικής τάξης, που επιχειρούσε στο περιβάλλον του μείζονος Ελληνισμού, αλλά και αναλώθηκε συστηματικά στην καταστροφή της, με πρόσχημα τη Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή την εθνική ολοκλήρωση. Συγχρόνως, καταπολέμησε κάθε απόπειρα συγκρότησης μιας εθνοκρατικής αστικής τάξης, ευνοώντας αποκλειστικά την ανάδειξη αστικών παρασιτικών παραφυάδων του κράτους, με σκοπό τη νομή του.
Η ιδιοποίηση του κράτους
Με τον τρόπο αυτόν, η πολιτική τάξη του κράτους θα κατορθώσει να παραμείνει μοναδικός παίκτης του πολιτικού συστήματος, απαλλαγμένη τόσο από την θεσμισμένη κοινωνική συλλογικότητα, όσο και από την ενδιάμεση κοινωνική δύναμη των αστών. Θα αποδομήσει την κοινωνική συλλογικότητα, εισάγοντας πολιτικές εξατομικευμένης πρόσληψης του δημοσίου χώρου (πελατειακής λογικής). Ταυτοχρόνως, θα αποκλείσει τους αστούς από την ελληνική επικράτεια, οι οποίοι θα μπορούσαν να προσανατολίσουν τις πολιτικές του κράτους.
Έχοντας ιππεύσει επί του πολιτικού συστήματος, αντί να λειτουργήσει ως διαλλακτής μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων στη διαμόρφωση του κοινού συμφέροντος, μετεβλήθη η ίδια σε πολιτικό σύστημα και ιδιοποιήθηκε το κράτος. Η υψηλή δημοκρατικού τύπου πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας αποξενώθηκε από τον θεσμισμένο φυσικό της χώρο, τον δήμο, όπου είθισται να λειτουργεί η διαθέτουσα πολιτική ατομικότητα κοινωνία των πολιτών.
Χρησιμοποιήθηκε σαν όχημα για να υποκαταστήσει η πολιτική τάξη τις δημόσιες πολιτικές με πολιτικές πελατειακής εξατομίκευσης. Την ίδια στιγμή το “επιχειρείν” θα ενοχοποιηθεί ως υπόλογο κοινωνικής εκμετάλλευσης και “εθνικώς” ύποπτο. Μαζί του και η οικουμενική αστική τάξη. Η σταθερά αυτή επανέρχεται δυναμικά και μεταβάλλεται σε κυρίαρχη ιδεολογία στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με ακραία της έκφραση το εγχείρημα της δημιουργίας “νέων τζακιών”, δηλαδή μια νέας αστικής τάξης που θα συνεργούσε στο εγχείρημα του σοσιαλιστικού κόμματος για την ολοκληρωτική νομή του κράτους.
Σήμερα, η άρχουσα επιχειρηματική τάξη της χώρας συγκροτείται ως προς το ουσιώδες από έναν κύκλο εργολάβων, τηλεκρατόρων, μεσαζόντων για τις προμήθειες του κράτους (οπλικών συστημάτων κλπ), νονών της νύχτας και ποικίλων όσων κακοποιών, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι η οικονομία εξακολουθεί να είναι βαθιά παρασιτική. Η προσεγγίσεις αυτές του κράτους και των πολιτικών του διέρχονται οριζοντίως το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και, εννοείται, των συγκατανευσιφάγων (συνδικαλιστών, ιδιωτών κλπ) που συναινούν στη νομή του δημόσιου αγαθού.
Πηγή: slpress.gr