Ἀνδρέου Θεοδώρου
Μέ τό λυτρωτικό πάθος Του ὁ Κύριος σέ συνδυασμό μέ τήν ἔνδοξή Του ἀνάσταση ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, ἀνακαινίζοντας καί ἀφθαρτίζοντας τήν πεσμένη φύση του.
Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ, ἔγινε πραγματικός ἄνθρωπος, ἔζησε τήν ἀνθρώπινη ἱστορική στιγμή, γιά νά πάθει τελικά καί νά πεθάνει γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἐκπληρώνοντας τήν προαιώνια λυτρωτική βουλή τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μπῆκε στό στάδιο τῆς θείας του κενώσεως, κατέβηκε χαμηλά στή γῆ, γιά νά βρεῖ τό πλάσμα του πού ἀλόγιστα ξεστράτισε, νά βρεῖ τόν ἄνθρωπο στά χαλάσματα πού ἐκεῖνος ἄνοιξε στό μαγευτικό περιβόλι τῆς Ἐδέμ, πῆρε ὅλη τήν κακοπάθεια καί τήν ὀδύνη τῆς ἐπίκηρης ἀνθρώπινης ζωῆς, γιά νά διορθώσει ἐκεῖνο πού χάλασε ἡ ἀδαμική παράβαση, νά καθαρίσει τά αἴσχη καί τίς πληγές μέ τά ὁποῖα κατερράκωσαν τήν «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ τό θλιβερό σφάλμα τοῦ προπάτορα καί ἡ φθονερή κακουργία τοῦ δαίμονα.
Καί ὅλ᾿ αὐτά μέ ἕνα βαρύτατο τίμημα.μέ τήν ὑπέρτατη ὀδύνη καί τό πάθος, μέ τό σχίσιμο τῆς θεανθρώπινης σάρκας καί μέ τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου, πού κύλησε ἀπό τά τρυπημένα χέρια καί τήν κεντημένη λόγχη τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας! Ὁ Κύριος πέθανε ἄδοξα ἐπάνω στό σταυρό. Μέ τήν ὀδύνη τοῦ πάθους του γέμισαν ἀπό ἄγρια χαρά ἡ ζοφερή φύση τοῦ δαίμονα καί οἱ σκοτεινές καί ἀχάριστες καρδιές ἐκείνων πού τόν σταύρωσαν, ἐνῶ ἡ φυσική κτίση, βλέποντας τήν κακοπάθεια τοῦ δημιουργοῦ της, ταρασσόταν συθέμελα καί οἱ τάφοι ἀπέδιδαν τούς νεκρούς τους.
Ὁ σταυρικός θάνατος δέν ἦταν σημεῖο ἀδυναμίας τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐμπαικτικά τόν εἰρωνεύονταν οἱ σταυρωτές, κραυγάζοντας: «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτόν οὐ δύναται σῶσαι» (Ματθ. 27, 42). Ἦταν ὁ κεραυνός τοῦ Θεοῦ, πού κατέκοψε τίς σάρκες τοῦ κολοσσοῦ τῆς ἁμαρτίας καί ἐδυναμίτισε τό κράτος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Τό πάθος δέν ἦταν ἕνα ἁπλό ἐπεισόδιο στή ζωή τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ, ἐπεισόδιο ἀπρόβλεπτο καί ἀναπάντεχο. Τέτοιες στιγμές δέν ὑπάρχουν στήν ἀπειρία τῆς θείας παγγνωσίας. Ἡ ἱλαστική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν προαιώνια γραμμένη στό σχέδιο τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας, στή βουλή τοῦ Θεοῦ Πατέρα νά σώσει τό πεσμένο στήν ἁμαρτία πλάσμα του. Ὁ δέ Κύριος ἡμῶν, στόν ὁποῖο συνέκλιναν ἁρμονικά καί ἀδιαχώριστα Θεός καί ἄνθρωπος, εἶχε σαφῆ ἐπίγνωση τῆς φύσεως καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἀποστολῆς του. Ἡ θεία του ἐνανθρώπηση δέν τοῦ ἔκρυβε μυστικά.
Ἐγνώριζε τά πάντα γιά τήν ἐπίγεια ζωή του. Ἐκεῖνο πού ἔκανε ἦταν ἠθελημένο καί ἑκούσιο. Τό ἔργο του ἦταν πάντα ἀνοικτό μπροστά του καί στίς πιό μικρές του λεπτομέρειες. Ἔβλεπε τό πάθος νά ἔρχεται καί πίσω ἀπ᾿ αὐτό νά ροδίζει ἡ Ἀνάστασή του. Σάν στοργικός δέ πατέρας καί παιδαγωγός προέλεγε στούς μαθητές τίς πικρές ὧρες τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου του, μή παραλείποντας νά τονίσει καί τήν ἔνδοξή του ἀνάσταση, γιά νά μή νομίσουν ὅτι ἐκεῖνα πού θά ἔπασχε ἦσαν σημάδια μιᾶς ἀδύναμης ἐπίγειας ζωῆς, ἀλλά καί νά τούς δώσει δύναμη στίς δύσκολες ὧρες τῆς μεγάλης δοκιμασίας τους.
Μόλις, λοιπόν, ἄρχισαν σιγά-σιγά νά κωπάζουν οἱ κραδασμοί τοῦ δράματος στόν Γολγοθᾶ, στό ὁποῖο ἐπενδύθηκαν τόση κακότητα καί κακουργία ἀπό τό φθαρμένο δημιούργημα, καί ἐνῶ τό νεκρό σῶμα τοῦ Σωτῆρα ἦταν ἀποτεθειμένο στό μνημεῖο τῆς Ἱερουσαλήμ, τότε ἀκούστηκε φοβερός ὁ σεισμός τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, πού σώριασε σ᾿ ἐρείπια τό κράτος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Τό θεοδόχο σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν μποροῦσε νά μένει παντοτινά στά σκοτεινά τοιχώματα τοῦ τάφου. Γιατί ἦταν τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη καί, παρά τή νέκρωσή του, δέν ἐγκαταλείφθηκε ποτέ ἀπό τή θεότητα, ὅπως δέν ἐγκαταλείφθηκε καί ἡ ψυχή του στά ζοφερά διαμερίσματα τοῦ ἅδη.
Ἔτσι μετά τρεῖς ἡμέρες παραμονῆς στό μνῆμα τό σῶμα τοῦ Θεοῦ ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν ἀφθαρτοποιημένο καί ἔνδοξο. Ἀποτίναξε τή φθορά καί τόν θάνατο, δυναμιτίζοντας καί τά μνημεῖα τῶν ἄλλων νεκρῶν. Τό χαρμόσυνο μήνυμα ἔφερε στήν κτίση τό λειτουργικό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού μέ τή δύναμή του ἀχρήστευσε τόν λίθο πού σκέπαζε τό μνῆμα, νεκρώνοντας τούς φύλακες μέ τή θεία ἀστραπή του, ἐνῶ μέ τήν φλογοβόλο ρομφαία του ἄνοιγε τήν πύλη πού ὁδηγεῖ στή νέα Ἐδέμ, στό κράτος τῆς ἀφθαρσίας στήν αἰώνια θεία βασιλεία!
Τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως ἦταν ἀναπάντεχο καί ἀπρόσμενο. Κανένας δέν τό περίμενε οὔτε οἱ μαθητές πού διπλωμένοι ἀπό τό φόβο καί τή θλίψη, εἶχαν κλειστεῖ σ᾿ ἕνα ὑπερῶο, οὔτε οἱ εὐσεβεῖς μυροφόρες πού ξεκινώντας μέ τά μύρα τους ἦλθαν πολύ πρωΐ στό μνῆμα γιά νά μυρίσουν τό νεκρό σῶμα τοῦ Διδασκάλου, ἀλλ᾿ οὔτε καί οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ πού νόμιζαν, ὅτι μέ τό κύλισμα τῆς πέτρας στή θύρα τοῦ μνήματος εἶχαν νικήσει τελειωτικά τό δυνατό ἀντίπαλο, θέτοντας τελεία καί παῦλα στήν ἐνοχλητική ζωή τοῦ βασιλέα τῶν Ἰουδαίων!
Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἕντεκα μαθητές, ὅταν οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες – καί ἄλλοι μαθητές – τούς μετέφεραν τήν εἴδηση ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Διδάσκαλος, νόμιζαν ὅτι ἄκουαν παραμύθια («ὡσεί λῆρος»). Ἐδέησε δέ νά φάει μπροστά τους ὁ Κύριος γιά νά τόν συνηθίσουν καί στό σκληρό Θωμᾶ νά δείξει τά τρυπημένα χέρια του καί τήν πλευρά του. Ὁ λόγος τῆς Ἀναστάσεως ἦταν πραγματικά πολύ σκληρός γιά τούς ἀδύνατους τότε μαθητές, τούς κυριαρχουμένους ἀπό τήν ἀπογοήτευση καί τήν θλίψη.
Οἱ πρῶτες ὅμως δειλές ἐντυπώσεις γρήγορα ἀφανίστηκαν. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Διδασκάλου ἔκανε ν᾿ ἀναθαρρήσουν οἱ κουρασμένες καί φοβισμένες καρδιές τῶν μαθητῶν. Ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ πού ξεπήδησε ἀπό τόν τάφο τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας ἦταν ἀκράτητη. Ἡ φλόγα τοῦ καινοῦ μνημείου ἄρχισε νά φλογίζη τίς καρδιές καί νά πυρπολεῖ τά σύμπαντα. Οἱ μαθητές ξεχύθηκαν κηρύσσοντας τήν ἔγερση. Οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στήν ἀλήθεια καί τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Παρά τά ἀναχώματα, πού μέ λύσσα ἔστηναν οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου, ἡ λάβα πού ξεκίνησε τό πρωΐ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων ἀπό τό ἠφαίστειο τῆς λυτρωτικῆς θείας ἐνέργειας, ἦταν ἀσυγκράτητη. Οἱ καρδιές γέμιζαν ἀπό Θεό καί ἤλπιζαν. Τά ὁράματα ἔπνιγαν τίς ψυχές. Ἔτσι στήθηκε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στό αἷμα τοῦ σταυροῦ καί στό φῶς τῆς θείας ἐγέρσεως. Τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως κατέστη ὁ συνεκτικός ἱστός τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπόστασης τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Ὁρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία ἡ Ἀνάσταση, σέ συνδυασμό μέ τήν ἱλαστική θυσία τοῦ σταυροῦ (σταυροαναστάσιμο Πάσχα) κατέχει θέση κυρίαρχη. Κυρίως ἡ ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό κέντρο τοῦ σωτηριολογικοῦ δόγματος τῆς πίστεως καί τόν ἄξονα γύρω ἀπό τόν ὁποῖο στρέφεται ἡ ὀρθόδοξη λατρεία καί εὐσέβεια. Πρός τήν ἀνάσταση κατατείνουν οἱ μυστικοί ὁραματισμοί καί οἱ ἐσχατολογικοί θεωτικοί πόθοι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό τά πολλά πού ἔχει ἡ λατρεύουσα ὀρθόδοξη ψυχή, ἐπιλέγουμε καί σχολιάζουμε στή συνέχεια μιά πανηγυρική σταυροαναστάσιμη ἀνύμνηση, ἡ ὁποία ἀπαγγέλλεται σεμνόπρεπα στόν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς μετά τό πέρας τοῦ ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου:
«Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν τόν μόνον ἀναμάρτητον. Τόν Σταυρόν σου Χριστέ προσκυνοῦμεν, καί τήν Ἁγίαν σου Ἀνάστασιν, ὑμνοῦμεν καί δοξάζομεν.σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν, ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, τό ὄνομά σου ὀνομάζομεν. Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί προσκυνήσωμεν τήν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἀνάστασιν· ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ, χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. Διά παντός εὐλογοῦντες τόν Κύριον, ὑμνοῦμεν τήν Ἀνάστασιν αὐτοῦ. Σταυρόν γάρ ὑπομείνας δι᾿ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν».
Μιᾶς καί εἴδαμε τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ἄς προσκυνήσουμε μέ εὐλάβεια τόν ἅγιο Κύριο Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος. Τό σταυρικό πάθος σου Χριστέ προσκυνοῦμε καί τήν ἐκ νεκρῶν σου ἀνάσταση ὑμνοῦμε καί δοξάζουμε.διότι σύ εἶσαι ὁ Θεός μας, ἐκτός ἀπό ἐσένα δέν γνωρίζουμε ἄλλο (Θεό), τό ὄνομά σου τό ἅγιο ὁμολογοῦμε καί ἐπικαλούμαστε. Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ πιστοί νά προσκυνήσουμε εὐλαβικά τήν ἁγία Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.γιατί, νά, μέ τό σταυρικό πάθος του ἔγινε αἰτία μεγάλης χαρᾶς σέ ὅλο τόν κόσμο. Παντοτινά εὐλογώντας τόν Κύριο ὑμνοῦμε τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.διότι ὑπομείνας γιά χάρη μας τό σταυρικό μαρτύριο, μέ τό θάνατό του κατέστρεψε τό θάνατο.
«Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι»,
Ἡ λειτουργική σύναξη, τό ἐκκλησιαζόμενο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Αὐτήν βλέπει κάθε Κυριακή στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου πρίν ἀπό τή Θεία Λειτουργία καί μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, πού ὡς ὑπόθεσή του ἔχει τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Δέν πρόκειται φυσικά γιά μιά φυσιολογική ὅραση τοῦ ὑπερφυοῦς γεγονότος. Μέ τά φυσικά του μάτια κανένας ἀξιώθηκε νά τό δεῖ. Οὔτε οἱ εὐσεβεῖς μυροφόρες πού ἔσπευσαν πρωΐ στό σφραγισμένο μνημεῖο οὔτε κανένας ἄλλος ἀπό τόν κύκλο τῶν μαθητῶν. Αὐτοί μπόρεσαν νά δοῦν σωματικά, τόν ἀναστημένο Κύριο, νά τόν προσκυνήσουν καί νά συνομιλήσουν μαζί του, ὄχι ὅμως νά δοῦν αἰσθητά τό γεγονός τῆς θείας του ἐγέρσεως. Ὁ μόνος μάρτυρας ἦταν ἀσφαλῶς τό λειτουργικό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δική μας θέαση τοῦ θαύματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόκρυφη καί μυστική. Μέ τά σωματικά μάτια μας δέν βλέπουμε οὔτε τό γεγονός οὔτε καί τόν ἀναστάντα Κύριο τῆς δόξης. Τόν βλέπουμε μόνο μυστικά μέ τά νοερά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Τόν προσεγγίζουμε μέ τήν πίστη μας θεώμενοι τή λαμπρότητα τῆς θεανθρωπίνης δόξας του. Κι αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία στήν ἐκτίμηση τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν ὁ Θωμᾶς, ὁ δύσκολος μαθητής, νικημένος ἀπό τήν ἐξωτερική φυσική του αἴσθηση, μπόρεσε νά προσεγγίσει τόν ἐγηγερμένο Διδάσκαλο, αὐτός τοῦ δήλωσε: «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας.μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» (Ἰω. 20, 29).
Γιά μᾶς ἡ θέαση τῆς Ἀναστάσεως εἶναι θέαση καρδιᾶς. Ὁ λόγος σ᾿ αὐτήν ἔχει διπλωμένα τά φτερά του.εἶναι λίγος γιά τήν ὑπέρλογη θεία ἀνάβαση. Μόνο οἱ ταπεινές καί πυρπολούμενες ἀπό ἀγάπη καρδιές, τά φτωχά πνεύματα τοῦ Θεοῦ, μποροῦν νά χωρέσουν μέσα τους τό ἄφθαρτο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τόν νικημένο καί ὁλόφωτο τάφο, νά δοῦν τόν Κύριο ὡς νυμφίον ἐκ τοῦ μνημείου προερχόμενον, ν᾿ ἀνακραθοῦν μέ τό ἄκτιστο φῶς τῆς ἀναστάσεως, νά νοιώσουν τίς ἡδύτητες τῆς θείας βασιλείας, νά ἔχουν τήν αἴσθηση ὅτι νίκησαν τό θάνατο, καί νά πλημμυρίζουν ἀπό τή χαρά καί τήν ἐλπίδα πού χαρίζει στίς ἄδολες ψυχές ἡ ἀναστάσιμη δόξα τοῦ Θεοῦ.
«Προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον, Ἰησοῦν τόν μόνον ἀναμάρτητον».
Μετά τή μυστική θέαση τῆς ἀναστάσεως καί ἀφοῦ, ἡ ψυχή του γεμίσει ἀπό τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, τό ἐκκλησίασμα, συνεπαρμένο ἀπό τή χάρη τοῦ λυτρωτικοῦ θαύματος, νοιώθει βαθειά τήν ἀνάγκη νά προσκυνήσει τόν Κύριο καί Λυτρωτή του. Ἡ προσκύνηση πού γίνεται μέ τήν κάμψη τοῦ γόνατος εἶναι σημεῖο δηλωτικό λατρείας, πού ἀνήκει μόνο στόν ἀληθινό Θεό. Οἱ ὅποιες ἄλλες λατρεῖες πού ἐπιβάλλονται σέ ἄλλους ἀπό ἀνθρώπους ἐξουσιαστικούς, ὑπερφίαλους καί ἀλαζόνες, εἶναι δαιμονικές. Αὐτές μόνο ὁ Ἑωσφόρος καί τό σκοτεινό ἐπιτελεῖο του μποροῦν νά ἐπιζητήσουν. Τέτοια ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ἡγεμόνα τῆς Βαβυλώνας, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἐπί ποινῇ ἀπό τούς ὑπηκόους του νά προσκυνήσουν τή χρυσή εἰκόνα του, ἀπαίτηση πού κόστισε τή ζωή στούς τρεῖς εὐσεβεῖς παῖδες τῶν Ἑβραίων. Ἡ προσκύνηση τῶν χριστιανῶν εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ὁ Θεός τους δέν εἶναι δύναμη τῆς φύσεως ἤ ξόανο ἤ πρόσωπο ἀνθρώπινο, ἀλλ᾿ ὁ ἄφθαρτος καί αἰώνιος Θεός, ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου, ὁ προνοητής καί σωτήρας τους εἶναι ὁ Πατέρας τους πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς, ὁ ὁποῖος πραγματικά τούς ἀγαπᾶ καί τούς πνίγει στίς δωρεές καί τ᾿ ἀγαθά του.
Εἶναι Θεός προσωπικός, χωρίς πανθεϊστικές ἀναχύσεις καί ἀναφορές.Θεός τριαδικός, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού τούς συνάπτει ἡ ἴδια τριαδική βουλή καί ἐνέργεια καί ἡ ἴδια ἀγαπητική ἀλληλοπεριχώρηση. Ὁ ἱδρυτής δέ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὁ ἀΐδιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε στό πρόσωπό του ἑνωμένες τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, πού ἔζησε στή γῆ καί ἔδωσε τή μάχη ἐναντίον τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καί ὁ ὁποῖος νίκησε τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, γιατί ἦταν ἅγιος, ὁ μόνος ἀναμάρτητος. Δέν ὑπῆρχε στοιχεῖο ἁμαρτίας στήν ὁλοκάθαρη φύση του, γιατί δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ὅπως, φλυαροῦσαν οἱ αἱρετικοί (στήν ἀρχαιότητα οἱ Ἀρειανοί καί σήμερα οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ), ἀλλ᾿ ἄνθρωπος πραγματικός πού βγῆκε ἀπό τήν Παναγία Μητέρα του, ἑνωμένος ὅμως, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς του, μέ τόν ἀΐδιο Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός δέν ἁμάρτησε ποτέ κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ μαθητές: «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Πετ. 2, 22). Ἀλλ᾿ οὔτε εἶχε τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει τό θεανδρικό του πρόσωπο. Καί ἡ μικρή ἔστω ὑπόνοια ὅτι μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει ὁ Χριστός, ἀφήνοντας ἐκτεθειμένη στήν ἁμαρτία καί τή συνημμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση θεότητα, ἀμαυρώνει τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς πίστεως, καταστρέφοντας τελικά καί τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρα.
Ὁ τονισμός τῆς μεγάλης αὐτῆς ἀλήθειας ἔχει μεγάλη σημασία γιά τήν εὐαισθησία τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μονάχα ὁ ἅγιος καί παντοδύναμος Θεός μποροῦσε νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πτώση του στήν ἁμαρτία. Καμιά ἄλλη δύναμη, εἴτε ἄγγελοι εἴτε ἄνθρωποι, δέν εἶχαν τή δύναμη νά λυτρώσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ὀρθόδοξη ψυχή, πλημμυρισμένη ἀπό τό φῶς τῆς ἀναστάσιμης θέας, σπεύδει νά προσκυνήσει μέ εὐλάβεια τόν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν τόν μόνον ἀναμάρτητον.
«Τόν Σταυρόν σου Χριστέ προσκυνοῦμεν»,
Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἐξειδικεύεται. Προσκυνοῦμε, Κύριε, τό ἅγιο πρόσωπό σου, πού δέν γνώρισε κανένα ἴχνος ἁμαρτίας. Λατρεύουμε εὐλαβικά τό μυστήριο τῆς λυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας σου, τήν παρουσία σου στόν κόσμο, τή ζωή τή γεμάτη κακοπάθεια καί ὀδύνη πού θεληματικά ἀνέλαβες, γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς τή ζωή τοῦ Θεοῦ στά χαλάσματα τῆς ἀποστατημένης μας φύσεως. Δοξάζομε τό ὅλο σου λυτρωτικό θεῖο μυστήριο, τό ἀπερινόητο θαῦμα τῆς θείας σου ἐνανθρωπήσεως. Εἰδικότερα ὅμως προσκυνοῦμε τό σταυρό σου, τό σεβάσμιο ξύλο στό ὁποῖο ἐξέτεινες τίς ἄχραντες παλάμες σου, ἐπισυνάγοντας «τά τό πρίν διεστῶτα», δηλαδή Θεόν καί ἄνθρωπο πού τόσο βαθιά ἐχώρισε ἡ ἁμαρτία.τό τίμιο ξύλο πού πότισες μέ τό ἅγιο αἷμα σου, γιά νά ξεπλύνεις τούς ρύπους καί τά ἁμαρτωλά αἴσχη ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί νά κάνεις ν᾿ ἀνθίσει στήν ἐρημιά τοῦ Γολγοθᾶ τό νέο δέντρο τῆς ζωῆς, ὁ βλαστός τῆς οὐράνιας θείας βασιλείας.
Προσκυνοῦμε τό ξύλο τοῦ σταυροῦ στό ὁποῖο ἐκάρφωσες καί ἔσχισες τό γραμμάτιο τῶν ἁμαρτιῶν μας, πού τόσο ἀλόγιστα ὑπέγραψε στήν Ἐδέμ τό πρωτόπλαστο ζεῦγος, «δειγματίσας ἐν παρρησίᾳ» τίς ὑπενάντιες ἀρχές καί ἐξουσίες, τίς ὁποῖες ἐθριάμβευσες μέ τή φωτιά τοῦ λυτρωτικοῦ πάθους σου (Κολ. 2, 15) τό ξύλο, τό ὁποῖο μᾶς ἐξιλέωσε μπροστά στόν Ἅγιο Θεό, μᾶς ἔκανε καί πάλι παιδιά τοῦ Θεοῦ ἀγαπητά, μᾶς ἄνοιξε τήν κλειστή πύλη τῆς Ἐδέμ, ὁδηγώντας μας στά φωτεινά σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ.
Στό δυτικό ἐκκλησιολογικό χῶρο, κυρίως τόν προτεσταντισμό, ὑπῆρχε—καί ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει—μιά πολύ μεγάλη προκατάληψη ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ τῶν πολλῶν πού τῆς καταμαρτυροῦν, ὅτι τάχα εἶναι Ἐκκλησία χωρίς θεολογική κίνηση καί ζωή, προσκολλημένη δουλικά σέ μιά στεῖρα παράδοση καί τυπολατρεία, τῆς ἐκτοξεύουν καί τή συκοφαντία, ὅτι τόσο στήν θεολογία ὅσο καί στήν πρακτική βίωση τῆς πίστεώς της παραθεωρεῖ τή σημασία τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ὑπερτονίζοντας τήν ἁγία του ἀνάσταση. Τό λιγότερο πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι, ὅτι οἱ τόσο ἀρνητικές ἐκτιμήσεις αὐτές προέρχονται ἀπό προκατάληψη ὀφειλόμενη σέ ὀδυνηρή ἄγνοια τῆς, ὑποστάσεως, τῆς ζωῆς καί τοῦ θεολογικοῦ δυναμισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας κέντρο σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ἀτομικῆς καί τῆς συλλογικῆς της εὐσέβειας καί λατρείας εἶναι ὁ τίμιος σταυρός.
«Καί τήν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καί δοξάζομεν»·
Μετά τόν τίμιο Σταυρό, τό ξύλο τό σεπτό καί σεβάσμιο, ἡ ὀρθόδοξη εὐσέβεια ὑμνεῖ καί δοξάζει τή ζωηφόρο τοῦ Κυρίου ἀνάσταση. Στή συνείδησή της οἱ δύο αὐτές στιγμές τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ πᾶνε μαζί, στενότατα δεμένες καί ἀδιαχώριστες. Πίσω ἀπό τό σταυρό ροδίζει ἠ ἀνάσταση. Ὁ Γολγοθᾶς ἐκβάλλει στό νικημένο μνῆμα τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ. Ἡ πίκρα τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου ἀναλυέται στή μεγάλη χαρά καί τή φαιδρότητα τῆς θείας ἐγέρσεως. Καί τά δύο αὐτά γεγονότα ἡ Ὀρθοδοξία γιορτάζει συνδιασμένα, ὡς Πάσχα σταυροαναστάσιμο. Ἡ λέξη Πάσχα σημαίνει διάβαση, ἀπελευθέρωση. Στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ Ἑβραῖοι γιόρταζαν τό Πάσχα τους εἰς ἀνάμνηση τῆς ἀπελευθερώσεώς τους ἀπό τή στυγνή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων καί τῆς διαπεραίωσής τους στή γῆ τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, τή γῆ τήν ρέουσα μέλι καί γάλα. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί γιορτάζουμεε τό Πάσχα σάν ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τήν σκοτεινή πνευματική δουλεία τοῦ νοητοῦ Φαραώ, ἀπό τήν κακότητα καί κακουργία τῶν πονηρῶν πνευμάτων τῆς ἀποστασίας, τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου (Ἰω. 12, 31), συνημμένα μέ τή διαβίβασή μας στή γῆ τοῦ Θεοῦ, στήν ὀμορφιά καί τή διαύγεια τῆς θείας βασιλείας, στήν ὁλοφώτεινη χώρα τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγγέλων.
Τό Πάσχα τῶν πιστῶν κυριαρχεῖται ἀπό δύο κορυφαῖες στιγμές τῆς λυτρωτικῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τό πάθος καί τήν ἀνάσταση. Ἀπό ὅποια ὀπτική γωνία κι ἄν τό δοῦμε, θά τό δοῦμε ἑνιαῖο καί ἀδιάσπαστο, ἄσχετα ἄν ἡ Ὀρθοδοξία τιμᾶ τήν Ἀνάσταση μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα καί χαρά πανηγυρική ὡς τήν κατ᾿ ἐξοχήν ἑορτή της καί πανήγυρη. Μέ τό σταυρικό του θάνατο ὁ Σωτήρας κατήργησε «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2, 14), συνέτριψε τήν κεφαλή τοῦ νοητοῦ δράκοντα (τοῦ διαβόλου), ἀφάνισε τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀποκατέστησε τή διαταραχθεῖσα σχέση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων μέ τή δύναμη τῆς ὑπέρτατης ἱλαστικῆς θυσίας του, δώσας τή ζωή του «λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ. 10, 45). Στό σταυρό ἔπεσαν οἱ διαχωριστικοί φραγμοί γκρεμίστηκαν τά ἐμπόδια πού ἔφρασαν τήν εἴσοδο στή ζωή, ὁ ἀποστατημένος ἄνθρωπος βρῆκε καί πάλι τόν πλάστη του πού ἔχασε στό μοιραῖο περιβόλι τῆς Ἐδέμ, γέμισε ἀπό Θεό τό σατανοκρατούμενο λογικό δημιούργημα ἐνῶ μέ τήν ἀνάσταση ἡ φύση ντύθηκε τήν ὀμορφάδα τοῦ Θεοῦ, ἄστραψαν σ᾿ αὐτήν οἱ φωτοειδεῖς χαρακτῆρες τῆς θείας ἐνέργειας, νικήθηκε ὁ θάνατος καί καταπόθηκε ἡ φθορά, ὅλα, ἄνθρωποι καί κτίσματα, μπῆκαν στή διάσταση τῆς ἄφθορης θείας δόξης.
Ἡ νίκη κατά τῆς φθορᾶς συντελέστηκε ἤδη στούς σκοτεινούς μυχούς τοῦ ἅδη, ὅπου ἡ ἀστραπή τῆς θεότητας ἐνέκρωσε τό ἀμειδές χωρίο τοῦ θανάτου, θραύοντας τά αἰώνια δεσμά πού κρατοῦσαν φυλακισμένα τά πνεύματα τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρῶν. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γέμισε χαρά ἡ πλάση. «Ὦ Πάσχα λύτρον λύπης», ἀναφωνεῖ μέ ἀνακούφιση ὁ λυτρωμένος ἀπό τήν κατήφεια τοῦ θανάτου κόσμος.
«Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν, ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, τό ὄνομα σου ὀνομάζομεν».
Ὑπάρχουν πολλοί θεοί στόν κόσμο αὐτό γιά τούς ἀνθρώπους. Εἶναι οἱ εἰδωλικοί ἀναπλασμοί τῶν πραγμάτων καί τῆς φαντασίας, οἱ δυνάμεις καί τά φαινόμενα τῆς φύσεως, τά διάφορα δημιουργήματα, ἀνθρώπινα πρόσωπα καί ἀξίες, ὁ πλοῦτος, ἡ δύναμη καί ἡ ἐξουσία καί πολλά ἄλλα πού σαγηνεύουν καί καθυποτάσσουν τόν ἄνθρωπο, τά ὁποῖα ὁ Κύριος μέ μιά λέξη χαρακτήρισε ὡς «μαμωνᾶ» (Ματθ. 6, 24). Αὐτά ὁ ἄνθρωπος τά ἀπολυτοποιεῖ, τά θεοποιεῖ καί τά λατρεύει καί στήν προσκόλησή του σ᾿ αὐτά χάνει τήν ψυχή του.
Αὐτό φυσικά συμβαίνει σέ ἀνθρώπους ὑλοκρατούμενους καί χαμαιπετεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι νεκροί πνευματικά, τῶν ὁποίων θεός εἶναι ἡ κοιλία (Φιλιπ. 3, 19) καί ἡ αἰσθησιακή ἡδονική ἀπόλαυση («ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».(Λουκ. 12, 19). Τό ἴδιο ὅμως δέν συμβαίνει καί στήν ὀρθόδοξη ψυχή. Αὐτή ἕνα καί μόνο Θεό ἔχει, τόν παθόντα καί ἀναστάντα Κύριο. Μετά τή δοξολογική ἀνύμνηση τοῦ πάθους καί τῆς ἀναστάσεως, προβαίνει στή μεγάλη δήλωση. Κύριε, δοξάζουμε καί ἀνυμνοῦμε τά σεπτά πάθη σου καί τήν ἀνάστασή σου, στά ὁποῖα εἶναι ἐγκλωβισμένη ἡ ψυχή μας, γιατί ἐσύ εἶσαι ὁ μοναδικός καί ἀληθινός Θεός μας.ἔξω ἀπό ἐσένα δέν γνωρίζουμε ἄλλο Θεό, τό ὄνομά σου τό ἅγιο ὀνομάζουμε. Σ᾿ ἐσένα πιστεύουμε τήν τρισυπόστατη θεότητα, πού μᾶς ἔπλασε, μᾶς συντηρεῖ, μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅταν πλησίασε ὁ χρόνος ἦλθε κοντά μας στή γῆ γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν κακότητα καί τήν ἀλογιστία μας.πού πέθανε κι ἀναστήθηκε γιά μᾶς, μᾶς δυναμώνει μέ τή χάρη του στή δυσκολία καί τήν τραχύτητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καί ἔχει ἑτοιμάσει γιά μᾶς δεῖπνο στήν ἀπεραντοσύνη τῆς θείας βασιλείας Του.
Ἔξω ἀπό τή διάσταση τοῦ θείου σου ὀνόματος, τό ὁποῖο ἀνυμνοῦν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό, ὑπάρχει ἡ πνευματική νέκρωση καί ὁ θάνατος, ἡ ἀθλιότητα καί ἡ δυστυχία, ἡ ἔσχατη ἐξαθλίωση τῆς ὑπάρξεως, ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων (Ματθ. 8, 12, Λουκ. 13, 28). Τό ὄνομά σου, λοιπόν, Κύριε, «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2, 9), τό ὄνομα τοῦ νεκρωμένου καί ἀναστημένου μας Θεοῦ, πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κρατᾶμε βαθιά μέσα στήν ψυχή μας, τό κρατᾶμε μέ εὐλάβεια καί τό δοξολογοῦμε, ζητώντας του νά μᾶς κρατεῖ κάτω ἀπό τή χάρη του, νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς ὁδηγεῖ ἀδιάπτωτα στό μακάριο ἀγαθό τοῦ Θεοῦ!
«Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί προσκυνήσωμεν τήν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἀνάστασιν»·
Οἱ ἄπιστοι δέν μποροῦν νά ἔχουν αἴσθηση τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μποροῦν νά γνωρίζουν –καί λιγότερο βέβαια νά δοξάζουν–κάτι γιά τό ὁποῖο τίποτε δέν ἄκουσαν καί τό ὁποῖο εἶναι ἔξω ἀπό τόν κύκλο τῶν θρησκευτικῶν τους πεποιθήσεων; Ἤ πῶς μποροῦν νά τιμοῦν καί νά δοξάζουν τήν ἀνάσταση ἄνθρωποι, πού βαπτίστηκαν μέν χριστιανοί ὅμως καμιά αἴσθηση στήν ψυχή τους, δέν διατηροῦν γιά τό συγκλονιστικό τῆς πίστεως γεγονός, τό ὁποῖο συνδέουν ἐθιμοτυπικά μέ τό κερί τῆς Ἀνάστασης καί τά κόκκινα αὐγά;
Ἡ ἀνάσταση εἶναι ὑπόθεση τῶν πιστῶν, αὐτῶν πού, παρά τή δυσκολία τοῦ μυαλοῦ, ἔχουν ὁλάνοικτες τίς καρδιές τους στό φωτεινό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, καί μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τους θεῶνται μυστικά τόν Κύριο νά θραύει τίς ἁλυσίδες τῆς φθορᾶς καί νά βγαίνει νικητής ἀπό τίς σκοτεινές σπηλιές τοῦ ἅδη καί τά ψυχρά τοιχώματα τοῦ τάφου. Εἶναι ὑπόθεση αὐτῶν πού πιστεύουν στό Θεό καί τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας.αὐτῶν πού εἶναι αἰχμαλωτισμένοι στή λυτρωτική βούληση τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας κρυμμένο στήν ψυχή τους τό μαργαρίτη τῆς θείας βασιλείας, ὄντας καλεσμένοι στό δεῖπνο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὅλα αὐτά τά πιστά τέκνα της καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἔλθουν ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, κρατώντας ἀναμμένες τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς τους, νά προσκυνήσουν «τήν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἀνάστασιν», τή Λαμπρή, τήν ἡμέρα «ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος», πού ἔντυσε μέ φῶς τήν κτίση καί τά πέρατα!
«Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ, χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Μέσα στό τρισήλιο φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἡ ὀρθόδοξη ψυχή δέν λησμονεῖ τόν Τίμιο Σταυρό. Σταυρός καί ἀνάσταση – ὅπως ἔχουμε ἤδη τονίσει- πᾶνε ἀδιαχώριστα μαζί. Ὅπου εἶναι τό ἕνα, ἐκεῖ εἶναι καί τό ἄλλο. Εἶναι τά δύο βάθρα στά ὁποῖα στηρίζεται τό σταυροαναστάσιμο Πάσχα τῆς ζωῆς. Ἄν δέν πέθαινε ὁ Χριστός στό σταυρό, δέν θά ὑπῆρχε ὁ ἀνοικτός τάφος τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἄν δέν προηγοῦνταν ἡ ἀτίμωση τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου, δέν θ᾿ ἀκολουθοῦσε ἡ δόξα τῆς μεγάλης ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Ἔπρεπε πρῶτα νά συντριβεῖ τό κράτος τῆς ἁμαρτίας, γιά ν᾿ ἀνθίσει στά ἐρείπιά της ὁ φωτεινός βλαστός τῆς θείας ζωῆς. Ἔπρεπε προηγούμενα νά καταβληθεῖ ἡ θλίψη, γιά ν᾿ ἀκολουθήσει ἡ ὑπέρτατη χαρά.
Τό Πάσχα τῶν πιστῶν εἶναι «λύτρο λύπης». Πρίν ὅμως ἀπό τήν ἀνάσταση ὁ Χριστός ἦλθε «διά τοῦ σταυροῦ, χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.» Ὤ τό γλυκύ καί παράδοξο τῆς πίστεως! Ἡ λύπη συμπλεκόμενη μέ τή χαρά. Τό πένθος τό χαροποιό, ἡ χαρμολύπη τῆς Ὀρθοδοξίας! Ποιά λογική μπορεῖ νά συμβιβάσει τά πράγματα αὐτά; Μόνο ὁ χριστοποιημένος νοῦς (1 Κορ. 2, 16) μπορεῖ νά λύσει τό αἴνιγμα, ζῶντας τή «λογική» τῆς πίστεως.
Ἡ χαρά, λοιπόν, πρωτοάνθισε στό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ὅπως τό ξύλο τῆς ζωῆς στά παλιά πότισε φαρμάκι καί ὀδύνη τόν κόσμο μέ τό παράπτωμα τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι καί τό ξύλο τοῦ σταυροῦ μέ τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου κέρασε χαρά τόν πονεμένο κόσμο. Σκόρπισε χαμόγελο στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού τίς ἔσκιαζε ἡ κατάρα καί ὁ θάνατος. Τήν χαρά αὐτή τήν ἀνάφλεξε κατόπιν τό «χαίρετε», πού ὁ ἀναστάς Κύριος ἀπηύθυνε στίς ἀμήχανες μυροφόρες, γιά νά γίνει ἡ χαρά τό θερμοκήπιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς στίς πρός Θεόν θεῖες ἀναβάσεις της. Ἡ σταυροαναστάσιμη χαρά εἶναι χαρά «ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ». Ὁ Χριστός δέν πέθανε ἐπιλεκτικά γιά ὁρισμένους ἀνθρώπους, ἀλλά γιά ὅλους («εἷς ὑπέρ πάντων ἀπέθανεν». 2 Κορ. 5, 14). Εἶναι δέ τραγικά λυπηρό ἡ μεγάλη αὐτή χαρά, ἡ πνευματική εὐφορία τῆς ψυχῆς νά παραμένει ἀπρόσιτη στούς πολλούς, σέ ὅλους ἐκείνους πού σιτίζονται μέ τά ὀψώνια τοῦ θανάτου, μέ τήν πίκρα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς!
«Διά παντός εὐλογοῦντες τόν Κύριον, ὑμνοῦμεν τήν Ἀνάστασιν αὐτοῦ».
Τό συνεχές καί παντοτινό τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς βιώσεως τοῦ λυτρωτικοῦ ἀγαθοῦ γενικότερα, ἀποτελεῖ τή χρυσή βάση τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας καί τῆς ἀρετῆς τῆς ψυχῆς. Ἀντίθετα, ἡ ἀκηδία, ὅταν δηλαδή τό πνεῦμα δέν ἔχει εὐστάθεια ἀλλά, χαυνωμένο, ἀλλάζει συνεχῶς στάση, μετεωριζόμενο διαρκῶς καί παρασυρόμενο εἶναι μεγάλο κακό, πού μπορεῖ νά βλάψει τήν πνευματική οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, νά τήν ὁδηγήσει στόν αἰώνιο θάνατο.
Οἱ πιστοί εὐλογοῦν διά παντός τόν Κύριο. Εἶναι τό «νῦν καί ἀεί» τῆς τριαδικῆς δοξολογίας. Πνιγμένοι στίς δωρεές του, τόν εὐλογοῦν ἀκατάπαυστα «ἐν παντί τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ», σέ κάθε στιγμή καί σέ κάθε ὥρα, ἡμέρα καί νύκτα, στό φῶς καί τό σκοτάδι, στή δουλειά καί τό μόχθο τους, στίς εὐχάριστες στιγμές τῆς ζωῆς καί στίς πικρές ὧρες τους. Ἰδιαίτερα τόν ὑμνολογοῦν γιά τό ὑπέρτατο ἀγαθό, τή μεγάλη δωρεά τῆς θείας του ἀνάστασης. Γιατί βρίσκουν σ᾿ αὐτήν τό νόημα τῆς ζωῆς τους, τούς δυναμικούς στόχους τῆς ὑπάρξεώς τους. Ἡ ἀνύμνηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μόνη δέουσα στάση τοῦ λογικοῦ πλάσματος ἀπέναντι στό δωρεοδότη Κύριο, ἡ μόνη ἀπόκριση τοῦ πλάσματος στόν πλάστη του, στόν ἀναστάντα Σωτῆρα του. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή δική μας δοξολογική ἀνύμνηση. Ἀλλά γιατί αὐτό εἶναι δική μας ὑποχρέωση. Ἄλλο δέν ἔχουμε ν᾿ ἀντιπροσφέρουμε ἰσάξιο πρός τό μέγεθος τῆς θείας δωρεᾶς. Αὐτό πού μποροῦμε νά τοῦ ἀποδώσουμε εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐγνωμοσύνη μας μαζί μέ τήν εὐλογία τοῦ θείου του Ὀνόματος. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος».
«Σταυρόν γάρ ὑπομείνας δι᾿ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν».
Καί πάλιν ἡ ὑπόμνηση τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνάσταση ποτέ δέν εἶναι μετέωρη καί ξεκάρφωτη στήν ὀρθόδοξη σωτηριολογία καί εὐσέβεια. Ἡ ἀνάσταση εἶναι ὑπαρκτή, γιατί προηγήθηκε αὐτῆς ὁ πόνος τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου. Ὁ Χριστός ὑπέμεινε τό πάθος «δι᾿ ἡμᾶς». Ὄχι γι᾿ ἄλλο λόγο, ἀλλά γιατί θέλησε νά μᾶς σώσει ἀπό τήν αἰώνια καταστροφή. Ὑπέστη δέ τό πάθος ἑκουσίως, ἐπειδή ἔτσι θέλησε, καί ὄχι ἀναγκαστικά, πιεζόμενος ἀπό ὅποιες ἄλλες σκοπιμότητες. Ἀπέθανε στή σάρκα του («σαρκί»), γιατί ἔτσι ἔκρινε πρόσφορο ἡ ἀπειράγαθη βούληση τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μόνο μέ τόν ἑκούσιο θάνατο τοῦ ἀναμάρτητου, ὁ ὁποῖος οὐδέν ὤφειλε στό θάνατο (τό ἀπόκριμα αὐτό καί τό ὀψώνιο τῆς ἁμαρτίας) μπόρεσε νά πραγματοποιηθεῖ θυσία ἱλαστήρια, νά ἱκανοποιηθεῖ τό αἴτημα τῆς θείας ἁγιότητας καί δικαιοσύνης, νά καταβληθεῖ δραστικό λύτρο ἐξαγορᾶς τοῦ αἰχμαλωτισμένου στήν ἁμαρτία κόσμου, νά παραλύσει ἡ σιδερένια λαβή τοῦ θανάτου πού ἔσφιγγε τό ἀποστατημένο γένος τῶν ἀνθρώπων καί νά πεθάνει ὁ θάνατος. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας»!
Μόνο ἔτσι μποροῦσε νά στηθεῖ ἡ ἀνάσταση, ν᾿ ἀνοιχτεῖ ὁ Παράδεισος, νά λουστεῖ μέ φῶς ὁ κόσμος καί ν᾿ ἀνθίσει ἡ χαρά στίς καρδιές τῶν σεσωσμένων. Ἡ ἀνάσταση περνᾶ ἀπαραίτητα ἀπό τό τίμιο ξύλο τοῦ σταυροῦ.
Τελειώνουμε τό σύντομο αὐτό σχολιασμό μας μέ μιά ὁλόθερμη εὐχή: Ν᾿ ἀπολαύσουμε πιό πραγματικά καί σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ λυτρωτικοῦ μυστηρίου του τόν Κύριό μας στήν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς βασιλείας του: «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρα τῆς βασιλείας σου».