Η ομιλία του Δρ. Βυζαντινολογίας κ. Νεκτάριου Δαπέργολα, στην Ημερίδα Γεωπολιτικής, που έγινε στην Ξάνθη στις 18/3/2017 με τίτλο "Γεωπολιτικές αναταράξεις και κίνδυνοι στη σύγχρονη Ελλάδα και την Κύπρο"
Προσπαθώντας να εντοπίσουμε ποιον ρόλο πρέπει, αλλά και μπορεί, να παίξει σήμερα η χώρα μας στα Βαλκάνια, είναι προφανές ότι οφείλουμε να ξεκινήσουμε από το μακρινό παρελθόν, για να θυμηθούμε κάποιες βασικές ιδιαιτερότητες της περιοχής. Μιας περιοχής που έχει αποκληθεί εύστοχα «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» και αυτό αποδεικνύεται συνεχώς στην πράξη εδώ και πολλούς αιώνες.
Ο χαρακτήρας των σύγχρονων Βαλκανίων αρχίζει ουσιαστικά να διαμορφώνεται από τη μεσαιωνική ακόμη περίοδο, με κομβικό γεγονός την έλευση πολυπληθών ξένων πληθυσμών (κυρίως σλαβικών), από τους οποίους αργότερα προέκυψαν σταδιακά το σερβικό, το κροατικό, αλλά και το βουλγαρικό έθνος. Το γεγονός ανακόπτει μία μακρά πορεία εξελληνισμού της περιοχής, που είχε ξεκινήσει από τους αρχαίους χρόνους και είχε σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Η ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους τον ύστερο 7ο αι. και ο ανταγωνισμός του με το Βυζάντιο αποτελούν μόνιμη πλέον πηγή αποσταθεροποίησης στα Βαλκάνια. Και όσο η πανίσχυρη ελληνική αυτοκρατορία χάνει ισχύ από τον 11ο αι. και εξής, όσο δηλαδή εξασθενεί η βασική πολιτικά κυρίαρχη και πολιτισμικά ενοποιητική δύναμη, τόσο και αυξάνονται οι συγκρούσεις μεταξύ των βαλκανικών λαών, σε μία περίοδο μάλιστα που βρίσκεται εν εξελίξει όχι μόνο η βουλγαρική, αλλά και η σερβική, η κροατική και η αλβανική εθνογένεση. Έχοντας μετάσχει αυτοί οι λαοί σε όλα τα «τέλεια δωρήματα» του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, που τους επιδαψίλευσε με θαυμαστή ανυστεροβουλία η επί αιώνες βυζαντινή επικυριαρχία ή απλή γειτνίαση (ακόμη και η εχθρική γειτνίαση), αλλά και έχοντας εντρυφήσει στην αυτοκρατορική πολιτική ιδεολογία του Βυζαντίου, σταδιακά αυτοσυνειδητοποιούνται, με άμεση συνέπεια την γιγάντωση και των επεκτατικών τους φιλοδοξιών.
Έτσι διαμορφώνεται μία εκρηκτική κατάσταση στα Βαλκάνια, που ανακόπτεται βέβαια από την οθωμανική κατάκτηση (καθώς κάτω από τον ενιαίο τουρκικό ζυγό οι αντιπαραθέσεις έχασαν ασφαλώς το νόημά τους), αλλά επανέρχεται τον 19ο αι., με την αποσάθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ίδρυση των πρώτων νεότερων βαλκανικών εθνικών κρατών, αναβιώνει τις παλαιές εχθρότητες που τροφοδοτούνται πια και από τον αλυτρωτισμό, αλλά και την ανάπτυξη των εθνικισμών, κυρίως με τον Πανσλαβισμό, τη βουλγαρική εθνική αφύπνιση και την εμπλοκή των Μ. Δυνάμεων της εποχής, που χρησιμοποιούν τους λαούς αυτούς ως πιόνια για την προώθηση των συμφερόντων τους. Όλοι γνωρίζουμε φυσικά πόσο μόνιμα συγκρουσιακό κλίμα αποκρυσταλλώνεται στα Βαλκάνια κατά τον ύστερο 19ο αι. και το α΄ μισό του 20ού, άλλωστε και η Θράκη και η Μακεδονία υπήρξαν σταθερά σε όλο αυτό το διάστημα μέσα στο μάτι του κυκλώνα, υποφέροντας τα πάνδεινα. Χρειάστηκαν ένας ακήρυκτος πόλεμος (δηλαδή ο Μακεδονικός Αγώνας), δύο Βαλκανικοί και δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι για να ρυθμιστεί η κατάσταση, χωρίς όμως και πάλι, όπως σύντομα αποδείχθηκε, να εδραιωθεί απόλυτα η ειρήνη.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μία νέα έξαρση, που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το κενό εξουσίας έδωσε την ευκαιρία στις ΗΠΑ να εμπλακούν στην περιοχή, με στόχο τη δημιουργία προτεκτοράτων, που θα ήταν πειθήνια και απολύτως ελεγχόμενα όργανα της αμερικανικής πολιτικής στη ΝΑ Ευρώπη. Πολύ χαρακτηριστική η εκμετάλλευση και υποδαύλιση των θρησκευτικών και άλλων διαφορών μέσα στην πρώην Γιουγκοσλαβία και η γέννηση του πολέμου που οδήγησε στον διαμελισμό της. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική όμως και η απροκάλυπτη αμερικανική πολιτική προστασία στο σκοπιανό ψευδομόρφωμα αφ’ ενός και στο αλβανικό κράτος αφ’ ετέρου, γεγονός που μοιραία υποδαύλισε το ήδη προϋπάρχον εθνικιστικό παραλήρημα των συγκεκριμένων λαών και εκτόξευσε σε πρωτοφανή ύψη το θράσος τους.
Εκτός όμως από τις ΗΠΑ, σαφή ρόλο στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έπαιξε και η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η Γερμανία, που ήδη από την επαύριο της ενοποίησής της άρχισε να βλέπει νέα όνειρα ηγεμονικού μεγαλείου για την οικονομική και κατ’ επέκτασιν πολιτική ποδηγέτηση της Ευρώπης. Και φυσικά, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η Τουρκία, ιδίως τα τελευταία 15 χρόνια, μέσα στα πλαίσια του νεοθωμανικού σχεδίου του Ερντογάν. Ενός σχεδίου που βασίστηκε στον αλυτρωτική εκμετάλλευση των μουσουλμάνων της Βουλγαρίας, της Αλβανίας και την πρώην Γιουγκοσλαβίας και οραματίστηκε και φυσικά εν πολλοίς κατόρθωσε τη δημιουργία ενός ισλαμικού τόξου στα Βαλκάνια, όπως δείχνει η προϊούσα πολύ έντονη επιρροή του τουρκικού παράγοντα στην πολιτική της Αλβανίας, των Σκοπίων, του Κοσσόβου και της Βοσνίας. Όλα αυτά φυσικά διαμορφώνουν μια εικόνα που δεν είναι καθόλου στατική, ειδικά από τη στιγμή που το νεοθωμανικό παραλήρημα του Ερντογάν έχει περάσει πια στη σφαίρα της πλήρους παραφροσύνης, ενώ και η πυροδότηση ειδικά του αλβανικού εθνικισμού συνιστά φαινόμενο που τείνει πλέον να ξεφύγει από τον όποιο αμερικανικό ή άλλο εξωγενή έλεγχο. Ειδικά για τους Αμερικανούς μπορούμε ξεκάθαρα να πούμε ότι (όπως δείχνουν τα «κατορθώματά» τους την τελευταία εικοσαετία, με το Ιράκ, την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος) έχουν μάλλον αποκτήσει ειδικότητα στο να σπέρνουν ανέμους και να θερίζουν θύελλες, τις οποίες αδυνατούν εν τέλει να ελέγξουν και να διαχειριστούν. Αν συνυπολογίσουμε και τη νέα ισχυροποίηση της Ρωσίας του Πούτιν, που πλέον δεν είναι μόνο βασικός παίκτης στη σκακιέρα της Συρίας και της Μέσης Ανατολής, αλλά έχει επανακάμψει ως παράγων σταθερά αυξανόμενης επιρροής και στα Βαλκάνια, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε γιατί ο χαρακτηρισμός των Βαλκανίων ως πυριτιδαποθήκης τείνει πάλι δυνητικά προς νέα επιβεβαίωση.
Για να φτάσουμε όμως πλέον και στη χώρα μας, ποια μπορεί λοιπόν να είναι η θέση της μέσα σε όλα αυτά; Φυσικά, εκ πρώτης όψεως, ακόμη και ένας υπαινιγμός ότι η Ελλάδα των μυρίων προβλημάτων έχει τη δυνατότητα να παίξει ιδιαίτερο ρόλο μέσα σε αυτό το πολύπλοκο καζάνι που βράζει, ίσως και να προκαλεί γέλιο. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Γιατί είναι τέτοιες οι διαφαινόμενες μεταβολές στη γεωπολιτική σκακιέρα της ευρύτερης περιοχής, που για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια (ίσως για πρώτη φορά μετά την μεταπολεμική περίοδο και την τεράστια χαμένη τότε ιστορική ευκαιρία λόγω του εμφυλίου) δείχνουν να παρέχουν μία νέα ευκαιρία ακόμη και σε μία χώρα με τόσα προβλήματα, αλλά και τόσες συγκεκριμένες δυνατότητες, να παίξει ένα πραγματικά πρωταγωνιστικό ρόλο στις επικείμενες εξελίξεις.
Ας δούμε λοιπόν εν τάχει ποιες είναι αυτές οι μεταβολές. Κατ’ αρχάς, οι ΗΠΑ μετά την ηχηρή τους διείσδυση στα Βαλκάνια τη δεκαετία του ’90 και την απόπειρα κατακερματισμού και «κοσσοβοποίησης» της περιοχής, βρίσκονται πλέον μάλλον σε φάση μερικής αποδρομής από αυτήν, ορατής ήδη κατά την 2η τετραετία Ομπάμα. Και μιλάμε βέβαια για αποδρομή, τουλάχιστον ως προς τον ρόλο του στυγνού πολιτικού επιβήτορα που είχαν έως πρότινος επιχειρήσει. Αντιμετωπίζοντας ένα πλήθος οικονομικών προβλημάτων, αλλά και τις (πολιτικές και ψυχολογικές) συνέπειες μιας σειράς αποτυχιών στην απόπειρα χάραξης του νέου παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη, οι ΗΠΑ φαίνεται να ικανοποιούνται από τα νυν κεκτημένα τους. Μετά την αποτυχία του σχεδίου για έλεγχο της Ευρώπης μέσω του γερμανικού παράγοντα και της Μ. Ανατολής μέσω μιας ελεγχόμενα ισλαμικής Τουρκίας, αλλά εκτιμώντας πλέον ως βασικό τους πρόβλημα τη ραγδαία ανερχόμενη ισχύ του Πεκίνου, οι ΗΠΑ φαίνονται πλέον διατεθειμένες να ξαναμοιράσουν την τράπουλα, αποδεχόμενες συνεργασία όχι μόνο με τους Κούρδους (δεδομένο υπαρκτό ήδη από την εποχή Ομπάμα), αλλά πλέον και με τη Ρωσία του Πούτιν, με φόντο την Ευρώπη ως κοινό πλέον χώρο κερδοφορίας των δύο πλευρών. Αυτή διαφαίνεται να είναι και η πολιτική του Τραμπ. Και αυτή η πολιτική μπορεί να εναρμονιστεί με την ευρύτερη στάση και της ίδιας της Ρωσίας, που βρίσκεται σε συνεχή άνοδο, που έχει αποδείξει όχι μόνο τη γνωστή ούτως ή άλλως ισχύ της πολεμικής της μηχανής, αλλά και την αποφασιστικότητα να δρα δυναμικά όποτε χρειαστεί, από την άλλη ωστόσο αυτό που καθημερινά κυρίως αποδεικνύει είναι η ύπαρξη μεθοδικού στρατηγικού σχεδίου χωρίς ψυχροπολεμικές ακρότητες και εν θερμώ ακροβατισμούς. Απέναντι στην αμερικανική υποχώρηση, ο Πούτιν έχει επιλέξει συνειδητά να μην «τεντώνει το σχοινί» και δείχνει ξεκάθαρα να επιλέγει τη συνεργασία από τη ρήξη, προς οικονομικό όφελος και των δύο μερών. «All is business» δείχνει να λέει στις ΗΠΑ και αυτή βέβαια είναι μία γλώσσα που τόσο οι Αμερικανοί γενικά, όσο και ο νέος τους Πρόεδρος ειδικότερα, γνωρίζουν καλά. Πάνω σ’ αυτήν μπορεί πράγματι να χτιστεί μια σχετικά ασφαλής μελλοντική συνεργασία.
Την ίδια στιγμή άλλοι δύο σημαντικοί ως τώρα παράγοντες στη σκακιέρα της περιοχής δείχνουν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Το μεγαλύτερο φυσικά αφορά στην Τουρκία, μία χώρα με καταρρέουσα πλέον οικονομία, τεράστια εσωτερικά προβλήματα και συνεχώς εξασθενούμενη διεθνή θέση, μία χώρα που φιλοδόξησε να αναβιώσει στα Βαλκάνια και τη Μ.Ανατολή την πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία και ήδη ζει την προοπτική της κατάρρευσης αυτού του ονείρου (μάλλον περί ονειρώξεως επρόκειτο), μία χώρα που από δυνητικά πανίσχυρη δύναμη στην περιοχή μετατρέπεται πια σε όλο και πιο αναξιόπιστο και θνησιγενή παίκτη και που εδώ και λίγο καιρό ακροβατεί σπασμωδικά ανάμεσα σε ΗΠΑ, ISIS, Γερμανία και Ρωσία, προσπαθώντας απεγνωσμένα να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία την οδήγησαν τα ίδια της τα μεγαλεπήβολα (και πολύ πάνω από τις πραγματικές της δυνάμεις) κοσμοκρατορικά σχέδια. Όμως και η Γερμανία, παρότι διεκδικεί πάντα τον ρόλο του ηγέτη της Ευρώπης μέσω της οικονομικής επιβολής και καταλήστευσης ιδίως του ευρωπαϊκού Νότου (με πρώτο φυσικά και απόλυτο έως σήμερα θύμα την Ελλάδα), έχει θέματα που μειώνουν αυτόματα την ισχύ της, όπως η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, καθώς κι η στρατιωτική της ανεπάρκεια. Από την άλλη, η σταθερά ωμή και αλαζονική της στάση στην προσπάθεια εγκατάστασης του 4ου Ράιχ έχει αρχίσει να προκαλεί αντιδράσεις, οι οποίες αποτυπώνονται και με το επί θύραις Brexit, αλλά και με το ευρύτερο κύμα ευρωσκεπτικισμού που κλιμακώνεται ραγδαία σε όλη την Ευρώπη και που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά αμφισβήτηση της σύγχρονης ΕΕ ως γερμανικού κατά βάση μοντέλου ελέγχου και επιβολής πάνω στα κράτη μέλη της πάλαι ποτέ συμμαχίας. Όλα αυτά αποτελούν οιωνούς μιας επικείμενης ευρύτερης και πιο σχηματοποιημένης αντίδρασης, που μπορεί και να μην αργήσει (σε αυτό βέβαια θα παίξουν ρόλο οι γαλλικές εκλογές, οι χειρισμοί της νέας αμερικανικής ηγεσίας, αλλά και άλλα γεγονότα), αλλά πάντως όποτε κι αν έρθει, είναι βέβαιο πως για τους προαναφερθέντες λόγους, αλλά και λόγω της δομής της γερμανικής οικονομίας, θα προκαλέσει στο γερμανικό μοντέλο ισχύος μεγάλους κλυδωνισμούς και ίσως ανεπανόρθωτα πλήγματα.
Και να λοιπόν ποια μπορεί μέσα σε όλα αυτά η ευκαιρία της Ελλάδας. Σε μια διαφοροποιούμενη πλέον γεωπολιτική συγκυρία, με την Τουρκία σε εμφανή κρίση, τις ΗΠΑ σε σχετική τακτική υποχώρηση, το σκηνικό μιας αμερικανορωσικής οικονομικής συνεργασίας πολύ πιθανό, αλλά και την επικείμενη αντίδραση απέναντι στη Γερμανία να προοιωνίζεται την αποδυνάμωση του γερμανικού παράγοντα και τη δόμηση ίσως διαφορετικών πλέον σχέσεων της Ρωσίας με την υπόλοιπη Ευρώπη σε ενεργειακά και άλλα θέματα, είναι φανερό πως το νέο τοπίο απαιτεί εικόνα σταθερότητας και ασφάλειας στα Βαλκάνια. Το μέχρι χθες επιδιωκόμενο μοντέλο του ελέγχου μέσω του κατακερματισμού σε μικρά - κι όπως αποδείχτηκε - εξαθλιωμένα προτεκτοράτα, έχει αποτύχει και οι νέες συνθήκες το αφήνουν πλέον πίσω τους. Οποιοσδήποτε λοιπόν τοπικός παράγοντας μπορέσει στοιχειωδώς να εγγυηθεί ότι θα συμβάλει στην εμπέδωση αυτής της σταθερότητας, θεωρώ ότι όχι μόνο θα του επιτραπεί να το επιχειρήσει, αλλά και θα υποστηριχθεί σε αυτό. Και θα υποστηριχθεί σε πείσμα της γερμανικής πολιτικής, που ούτως ή άλλως μέρα με τη μέρα εμπεδώνεται στους πάντες πόσο ωμά αυταρχική, ληστρική και αποσταθεροποιητική είναι και πού ακριβώς οδηγεί την Ευρώπη: όχι απλά στην ηγεμονία, αλλά στη στυγνή επιβολή, την απομύζηση και την κυριαρχία ακόμη και επί ερειπίων.
Αν υπάρχει ένας τέτοιος ενδοβαλκανικός παράγοντας, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την Ελλάδα. Μόνο η χώρα μας, ακόμη και στη σημερινή της πνευματική, οικονομική και πολιτική κατάντια, μπορεί να παίξει ρόλο σταθεροποιητικής παρέμβασης και συνεκτικού κρίκου στη μείζονα περιοχή. Ένα ρόλο που ο Ελληνισμός ήξερε να παίζει καλά επί αιώνες, όχι μόνο μέσα στα πλαίσια του ακμαίου Βυζαντίου (της αυτοκρατορίας δηλαδή που περιέκλειε και άλλης προέλευσης πληθυσμούς, αλλά αυτό δεν επηρέαζε την ελληνικότητά της, ειδικά μάλιστα μετά την παρέλευση της πρωτοβυζαντινής περιόδου και τη σταδιακή ομογενοποίηση του αρχικού πολυεθνικού χαρακτήρα της). Τον ίδιο ρόλο είχε όμως ο Ελληνισμός ακόμη και σε καιρούς κρίσης, όπως οι αγωνιώδεις τελευταίοι δύο βυζαντινοί αιώνες, αλλά και καιρούς σκληρής αιχμαλωσίας, όπως η οθωμανική περίοδος. Πάντοτε ήταν το κύριο σημείο αναφοράς για τους βαλκανικούς λαούς, που συχνά βέβαια βρέθηκε στο επίκεντρο του ανταγωνισμού, της εχθρότητας ή και του φθονερού μίσους τους, ακόμη και τότε όμως πάντα παρέμενε αντικείμενο δέους, θαυμασμού και αισθήματος αξιοπιστίας. Μιλάμε άλλωστε για τον μητρικό πολιτισμό όλων αυτών των λαών, που τους έδωσε στο πέρασμα των αιώνων τις βασικές προϋποθέσεις για την ιστορική τους πρόοδο: θυμίζω, πλην της Ορθοδοξίας, και τη δυνατότητα γραπτής έκφρασης που απέκτησαν μετά τον 9ο αιώνα χάρη στο αλφάβητο, καθώς και τη μέσω αυτού μύησή τους σε όλον τον πλούτο του ελληνικού βυζαντινού πολιτισμού στη δική τους πλέον γλώσσα, γεγονός που έθεσε τις βάσεις και για την επακόλουθη γέννηση όλου του μετέπειτα πνευματικού τους πολιτισμού. Αυτός ο σεβασμός και ο θαυμασμός απέναντι στους Έλληνες συνεχίζει να υφίσταται διαχρονικά, θα μπορούσαμε σχηματικά να πούμε ότι έχει εγγραφεί τρόπον τινά στο DNA αυτών των λαών. Δεν πρόκειται για ρομαντική εκτίμηση, το ιστορικό παρελθόν είναι πάντα ζωντανό και διαπερνά όχι μόνο τη συλλογική ταυτότητα και ψυχοσύνθεση ενός λαού, αλλά και τη συμπεριφορά του. Και η Ελλάδα παραμένει στα μάτια των λαών της Βαλκανικής (ακόμη και των κατά τεκμήριο πιο εχθρικών) πάντοτε σημείο αναφοράς και σημαντικό μέγεθος, άσχετα μάλιστα από την σημερινή της κρίση. Και σε κάθε περίπτωση, ο λόγος που θα μπορούσε να διατυπώσει διεθνώς, θα ακουγόταν και θα λαμβανόταν σοβαρά υπόψη απ’ όλους αυτούς τους λαούς. Πέραν εξάλλου των ιστορικών, η αλήθεια είναι πως υπάρχουν και άλλοι πιο χειροπιαστοί λόγοι: η χώρα μας αποτελεί τη μόνη νηφάλια και ψύχραιμη ίσως φωνή εδώ και πολλές δεκαετίες στα Βαλκάνια, πράγμα που γνωρίζουν καλά όχι μόνο οι γείτονές μας (άσχετα αν προσώρας το εκμεταλλεύονται για την προβολή απαράδεκτων διεκδικήσεων), αλλά και οι Μ.Δυνάμεις, και εδώ εννοώ κυρίως τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Είναι φανερό ότι για τη διαμόρφωση του νέου τοπίου σταθερότητας και ειρήνης που δείχνουν πλέον αμφότεροι να επιθυμούν, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε οποιονδήποτε από αυτούς να ποντάρει όχι στη σταθερά φιλειρηνική Ελλάδα, αλλά σε παράγοντες ασταθείς και βαθύτατα δηλητηριασμένους από τις πλέον ακραίες μορφές εθνικισμού.
Τι λοιπόν πρέπει να κάνει η χώρα μας; Κατ’ αρχάς απαιτείται πλήρης συνειδητοποίηση του πόσο θανάσιμος είναι πραγματικά ο γερμανικός κίνδυνος (πράγμα που δεν έχει γίνει, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται εναντίον της Μέρκελ και του Σόιμπλε), αλλά ταυτόχρονα και του ότι ο γερμανικός παράγοντας δεν είναι άτρωτος. Και φυσικά απαιτείται η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου για την αξιοποίηση των ελληνικών ενεργειακών πηγών, κόντρα στις γερμανικές διαθέσεις. Το σχέδιο αυτό μπορεί να ενταχθεί σ’ ένα ευρύτερο γεωπολιτικό μοντέλο συνύπαρξης, συνεργασίας κι αμοιβαίας ανάπτυξης στα Βαλκάνια, που θα ενσωματώσει και θα προσαρμόσει στο παρόν βασικά στοιχεία της παλαιάς βυζαντινής πραγματικότητας. Ή, για να το πούμε αλλιώς, θα εμπνευστεί και θα βασιστεί ουσιαστικά στο όραμα του Ρήγα Βελεστινλή. Ο Ρήγας είχε οραματιστεί μια ελληνική Δημοκρατία που θα συμπεριλάμβανε όλους τους βαλκανικούς λαούς, ως τη μόνη δυνατότητα να αναιρεθεί ο κατακερματισμός της περιοχής και να αποκρουσθεί η επικυριαρχία των ξένων δυνάμεων. Είχε οραματιστεί ουσιαστικά την ενότητα των βαλκανικών λαών, μέσα από μία αναβίωση της βυζαντινής πολιτείας, μέσα από ένα είδος βυζαντινής ομοσπονδίας των Βαλκανίων με ενοποιητικό παράγοντα την Ορθοδοξία και τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτό το όραμα έμεινε ανολοκλήρωτο μετά την Ελληνική Επανάσταση, γιατί αντέκρουε στα σχέδια των Μ. Δυνάμεων, που δεν ήθελαν ούτε τη γέννηση μίας ισχυρής Ελλάδας ούτε τη βαλκανική συνεργασία, και γι’ αυτό επεδίωξαν και πέτυχαν τη διαίρεση, υποδαυλίζοντας σταθερά τους διχαστικούς εθνικισμούς. Το όραμα του Ρήγα παραμένει πάντα μία πρόκληση για μας τους Έλληνες, ως δρόμος ολοκλήρωσης του ιστορικού μας πεπρωμένου που δυναμίτισαν εδώ και πολλούς αιώνες η τουρκική κατάκτηση και η δυτική αποικιοκρατία, ως δρόμος για την υπέρβαση του σεφερικού «καημού της Ρωμιοσύνης». Σήμερα υπάρχουν για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες οι προϋποθέσεις για να επανέλθει αυτό το όραμα, επικαιροποιημένο φυσικά και προσαρμοσμένο στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Μέσα από μια κοινή πρόταση συνεργασίας και συναντίληψης, που θα βασίζεται και θα αναδεικνύει τα εγγενή πλεονεκτήματα και τις οικονομίες των βαλκανικών χωρών, αποτελώντας έναν χώρο ανάπτυξης και ασφάλειας μεταξύ της Ευρώπης και της Εγγύς αλλά και Άπω Ανατολής.
Η εκπόνηση ενός τέτοιου σχεδίου, που ασφαλώς απαιτεί τη συνδρομή πολλών εγκεφάλων με πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές, επιχειρηματικές και άλλες γνώσεις, ώστε να μορφοποιηθεί πληρέστερα και να αποτελέσει ρεαλιστικά βιώσιμη και ολοκληρωμένη πρόταση, και που φυσικά δεν είναι δυνατό να παρουσιαστεί λεπτομερώς μέσα στα πλαίσια μίας εκ των πραγμάτων ασφυκτικά περιορισμένης ομιλίας, μπορεί να ανατρέψει τα πράγματα και να φέρει την Ελλάδα και στην κορυφή των εξελίξεων. Δυστυχώς βέβαια, την ώρα που μία τέτοια συνολική πρόταση δεν φαντάζει πλέον ουτοπική λόγω των διεθνών συγκυριών, αν κάτι δείχνει να υπονομεύει τις δυνατότητές της είναι η εσωτερική πολιτική κατάσταση, καθώς παραμένει πάντα το ερώτημα ποιες εν Ελλάδι πολιτικές ηγεσίες και ποιες ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να την υιοθετήσουν και να την εφαρμόσουν. Είναι φανερό πως στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό και τις γνωστές διεφθαρμένες και αφελληνισμένες πολιτικοοικονομικές ελίτ της εξάρτησης και της υποτέλειας δεν μπορεί κανείς να στηρίξει καμμία ελπίδα. Η ανάγκη λοιπόν ανάδειξης μέσα από τα σπλάχνα του λαού μας νέων αυθεντικών ηγεσιών, που να διαθέτουν όραμα μεγαλύτερο από το μέγεθος του πορτοφολιού τους, είναι και για τους παραπάνω λόγους επιτακτική. Καιρός να προβληματιστούμε αυθεντικά, να συζητήσουμε εκτεταμένα και κυρίως να δράσουμε αποφασιστικά για τη δρομολόγηση νέων διεργασιών που θα βοηθήσουν επιτέλους την καθημαγμένη μας πατρίδα να αποκτήσει κάποια στιγμή μία διακυβέρνηση πραγματικά ελληνικών συμφερόντων. Για να μη χαθεί μία τεραστίων διαστάσεων ευκαιρία που δίνεται στην Ελλάδα να ανασχέσει την πορεία της προς την καταστροφή, εκμεταλλευόμενη επιτέλους προς όφελός της τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τις διαμορφούμενες ανάγκες των ισχυρών, μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας ανακατανομής των σφαιρών πολιτικής ισχύος.