Στις 3 Οκτωβρίου γιορτάστηκε η Επανένωση της Γερμανίας, εθνική επέτειος και εορτή για τους Γερμανούς. Σύμφωνα όμως με τον Γερμανό Wolfgang Münchau από το Spiegel και οικονομικό ανταποκριτή των Financial Times, η επανένωση ήταν ένα λάθος:
Τριάντα χρόνια μετά την αρχή της θητείας του Χέλμουτ Κολ και είκοσι δύο χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας, ο πρώην καγκελάριος τιμάται ως ο πατέρας της γερμανικής ενότητας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι με την βιαστική ένωση της ΛΔΓ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, ο Κολ φύτεψε τους σπόρους της κρίσης του ευρώ.
Για άλλη μια φορά καθόταν στην αίθουσα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU / CSU στη Βουλή – ένας από τους τελευταίους μεγάλους Ευρωπαίους μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών, περιβαλλόμενος από έναν στρατό ευρωσκεπτικιστών, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο κτίριο του Ράιχσταγκ του αφιέρωσαν απλώς ένα ευγενικό χειροκρότημα. Ο Χέλμουτ Κολ έχει λόγους να φοβάται για το όνειρό του της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο Κολ, που πάντοτε χρησιμοποιούσε μεταφορές, μιλούσε πάντα για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – γερμανική ενότητα και την ενότητα στην Ευρώπη. Αυτό ήταν σίγουρα μια ωραία κουβέντα, και ενδεχομένως την πίστευε ακόμη κι ο ίδιος. Αλλά ο χρόνος έχει αποδείξει ότι έκανε λάθος. Η γερμανική ενοποίηση δεν είναι η άλλη όψη της ευρωπαϊκής ενότητας, αλλά το αντίθετό της. Η επανένωση της Γερμανίας δεν είναι μόνο μία από τις βασικές αιτίες της κρίσης του ευρώ, είναι επίσης μια από τις αιτίες της αδυναμίας μας να δαμάσουμε την κρίση. Ακριβώς εδώ βρίσκεται η πραγματική τραγωδία του Χέλμουτ Κολ: με το μεγαλύτερο πολιτικό κατόρθωμά του (την επανένωση της Γερμανίας) έσπειρε το σπόρο για την καταστροφή του μεγαλύτερου πολιτικού οράματός του (την ευρωπαϊκή ενότητα).
Η βιαστική επανένωση κόστισε περίπου 2 τρισεκατομμύρια Ευρώ σε μεταβιβάσεις χρημάτων, και αυτό ήταν το μεγαλύτερο παράδειγμα οικονομικής κακοδιαχείρισης στην ιστορία του κόσμου. Ήταν ένα ρεκόρ, το οποίο κινδυνεύει να καταβαραθρωθεί μόνο τώρα με την κρίση του ευρώ. Κανέναν δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι (πρώην Δυτικοί) Γερμανοί, οι οποίοι έπρεπε να συμβιβαστούν με τις μεταβιβαστικές πληρωμές προς την Ανατολική Γερμανία (και πρέπει να εξακολουθούν να τις υπομένουν) δεν θέλουν να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με την Ευρώπη.
Ένας ηγετικός ρόλος που η Γερμανία ποτέ δεν επεδίωξε
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι η παλιά Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Δυτικής Γερμανίας θα μπορούσε να είχε χειριστεί την κρίση του ευρώ καλύτερα. Θα είχαμε τώρα δημοσιονομική και τραπεζική Ένωση, και το ελληνικό χρέος θα διεγράφετο. Για την παλιά Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν η έσχατη λύση, η τελευταία λύση κάθε πολιτικής. Η κρίση θα μπορούσε να είχε προσληφθεί ως μια ευκαιρία για τη μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αλλά αντί της ευρωπαϊκής ενότητας, η εθνική ενότητα κατέλαβε την πρώτη θέση, και η μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βερολίνο έφερε τους πολιτικούς της Δυτικής Γερμανίας σε μια πολιτική κουλτούρα που είναι πιο κοντά στη Μόσχα απ’ ότι στις Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Λονδίνο. Θυμάμαι ακόμα μια συνομιλία με έναν ηγετικό μέλος του CDU πριν από λίγα χρόνια, ο οποίος απάντησε σε ερώτησή μου για συντονισμό της οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη ως εξής: «Η Γερμανία δεν συντονίζει σε επίπεδο Ευρώ, αλλά μόνο με τους G20» – την ομάδα με τις 20 κορυφαίες βιομηχανικά χώρες. Η Γερμανία δεν βλέπει πλέον τον εαυτό της ως μέρος της ΕΕ, αλλά ως ανεξάρτητη δύναμη στο ίδιο επίπεδο με τους Αμερικανούς, τους Ρώσους και Κινέζους, χωρίς αυτά τα μικρά ευρωπαϊκά κράτη να ενοχλούν με την παρουσία τους.
Πώς έχουμε φτάσει σε αυτή την αλλαγή πορείας; Με την ενοποίηση της Γερμανίας, ένα βασικό στοιχείο της ευρωπαϊκής δυναμικής, η οποία βασιζόταν στην ισορροπία των πέντε μεγαλύτερων κρατών μελών – Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία και Ισπανία – έχει σπάσει. Δεν είναι τυχαίο ότι με την ενοποίηση της Γερμανίας, το ενδιαφέρον της Βρετανίας για την ΕΕ εξαφανίστηκε. Και με την σταδιακή αποχώρηση των Βρετανών, η ανισορροπία δύναμης μεγάλωσε ακόμη περισσότερο.
Η Γερμανία αντιπροσωπεύει σήμερα περισσότερο από το ένα τέταρτο της οικονομίας ολόκληρης της ευρωζώνης, αλλά η χώρα το βρίσκει δύσκολο να διαχειριστεί έναν ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη, τον οποίον ποτέ δεν ήθελε. Η παλιά Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, ισότιμος εταίρος μεταξύ των πέντε, θα έπρεπε να συμπεριφέρεται σήμερα όπως η Ολλανδία. Επικριτικά, αλλά και εποικοδομητικά.
Η Γερμανία εισήλθε στο Ευρώ με φουσκωμένη συναλλαγματική ισοτιμία
Εγώ προσωπικά, οφείλω να ομολογήσω, ήμουν μεταξύ εκείνων που πίστευαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην μεταφορά του Κολ για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Γερμανία θα μπορούσε ποτέ να αποκλίνει από την φιλοευρωπαϊκή συναίνεση. Αυτό συνέβη, εν μέρει, λόγω ανατολικογερμανών πολιτικών όπως η Άνγκελα Μέρκελ, οι οποίοι δεν είχαν καμία προσωπική σχέση με την ΕΕ και αισθάνθηκαν ξένοι ως προς την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η αποξένωση, όμως, δεν μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από τον παράγοντα «ανατολή». Ακόμα και στη Δύση, οι προτεραιότητες άλλαζαν. Ένας από τους λόγους είναι οικονομικός. Λόγω του κόστους της επανένωσης, η Γερμανία εισήχθη στο Ευρώ με μια φουσκωμένη συναλλαγματική ισοτιμία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι για μια ολόκληρη δεκαετία η γερμανική οικονομική πολιτική επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας έναντι τρίτων, αντί για την ενίσχυση των οικονομικών επιδόσεων της ευρωζώνης στο σύνολό της. Και αυτό ήταν μία από τις κύριες αιτίες της κρίσης που θα ερχόταν αργότερα.
Η Γερμανική και ευρωπαϊκή ενοποίηση ως εκ τούτου δεν μπορούν να συμβιβαστούν σε μεγάλο βαθμό, διότι και οι δύο αποδείχθηκαν βλαβερές οικονομικά. Πιστεύω ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα λάβουν μια επικριτική στάση έναντι της γερμανικής ενοποίησης και της αξίας του Κολ…
Απόδοση: Σωτήρης Μητραλέξης
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/10/blog-post_7165.html#ixzz28dTr03Tx