Η αξία της ελληνικής γλώσσας
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η ελληνική γλώσσα τιμάται παγκοσμίως. Η 9η Φεβρουαρίου, ημέρα θανάτου, το 1857, του εθνικού ποιητού μας Διονυσίου Σολωμού καθιερώθηκε ως παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας. Περιοδικά είχαν αφιερώματα για τη σπουδαιότητά της και φιλόλογοι, ελληνιστές και ελληνίστριες από όλο τον κόσμο, έπλεξαν το εγκώμιό της. Εμείς, ως Κράτος και ως λαός, δεν έχουμε εκτιμήσει την αξία της και πολλές φορές την υποτιμάμε, την περιφρονούμε, την κακοποιούμε.
Ο καθηγητής κ. Αμφιλόχιος Παπαθωμάς, Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε άρθρο του τονίζει ότι σπουδαίοι λογοτέχνες, φιλόσοφοι και επιστήμονες της αρχαιότητας, όπως οι Όμηρος, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Ιπποκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, καλλιέργησαν την αρχαιότερη μορφή της γλώσσας μας και με αυτήν ως όχημα κληροδότησαν στους μεταγενέστερους την πνευματική παρακαταθήκη τους. Και προσθέτει ότι η ελληνική γλώσσα έμεινε αλώβητη υπό τον Ρωμαίο κατακτητή και κατέστη η επίσημη γλώσσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Τονίζει επίσης ο κ. Παπαθωμάς: «Η οικουμενικότητα της Ελληνικής αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στο ότι έγινε η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, ενώ σε αυτήν μεταφράστηκε ήδη κατά την πρώιμη Αλεξανδρινή περίοδο η Παλαιά Διαθήκη... Οι πατέρες της Εκκλησίας και οι βυζαντινοί λόγιοι έγιναν οι συνεχιστές του έργου των μεγάλων διανοητών της αρχαιότητας». Η συνέχεια της γλώσσας δεν σταμάτησε ούτε στον καιρό της αιχμαλωσίας στον αλλόθρησκο τούρκο κατακτητή, χάρη στην Εκκλησία. Οι λόγιοι κληρικοί δεν ήσαν μόνο άριστοι αντιγραφείς των αρχαίων κειμένων, δεν ήσαν μόνο συγγραφείς αξιόλογων έργων, αλλά και άξιοι μεταφραστές επιστημονικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνικών έργων λογίων της Δύσης. Λίγοι γνωρίζουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος Ευγένιος Βούλγαρης στο κολοσσιαίο έργο του, μεταξύ των άλλων, μετέφρασε και εξέδωσε σε ελληνικούς στίχους την Αινειάδα του Βιργιλίου, στην Αγία Πετρούπολη, το 1786. Πόσοι επίσης σήμερα γνωρίζουν ότι ο πρώτος που εξέδωσε στην Ελλάδα τα άπαντα του Αριστοφάνη, το 1845, ήταν ο ιερομόναχος Νεόφυτος Δούκας; Πόσοι γνωρίζουν ότι ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο εξ Οικονόμων παράφρασε στα ελληνικά τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου και «τον μετακίνησε» στη Σμύρνη, ως «Εξηνταβελώνη»;...
Η γλώσσα μας ήταν και είναι πολύτιμη για την ανθρωπότητα ως όργανο έκφρασης, διατύπωσης εννοιών, και ορισμών της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τεχνολογίας, αλλά και παράγων επιβίωσης μας ως έθνους. Ο κ. Παπαθωμάς υπογραμμίζει σχετικά: «Οι σύγχρονοι Έλληνες πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί έχουμε μια μητρική γλώσσα που υπήρξε οικουμενική. Η γλώσσα αυτή αποτελεί στη θαυμαστή διαχρονικότητά της ένα πολύτιμο στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του λαού μας...».
Ο Γ. Σεφέρης γράφει για τη συνέχεια της γλώσσας μας: «Για κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως από την εποχή του Ομήρου ως τα σήμερα μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε στην Καινή Διαθήκη, είτε στους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε στο Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε στο δημοτικό τραγούδι...Πρέπει (Σημ. γρ. Έλληνες) να σκεφθείτε πως όλα αυτά βρίσκονται μέσα σας,...πως είναι μεδούλι των κοκάλων σας και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά το εαυτό σας».
Είναι να λυπάται κανείς για τη μεταχείριση της γλώσσας μας από εμάς τους ίδιους είτε εκ λόγων αγνοίας, είτε εκ λόγων ιδεολογικών εμμονών. Τα ελληνικά παρουσιάζονται στη μαθητευόμενη νεολαία κυρίως ως σύνολο κανόνων. Έτσι αποστεώνονται αντί να αναδεικνύεται η ομορφιά τους και να παρουσιάζεται η χρησιμότητά τους.
Φτάσαμε στην κατάντια παλαιότερα υπουργός να προτείνει η αγγλική γλώσσα να καθιερωθεί ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους! Με την προώθηση της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας τα παιδιά θα καθοδηγούντο να σκέπτονται ωφελιμιστικά και να προτιμάνε τα αγγλικά από τα ελληνικά, οπότε θα πραγματοποιείτο η πρόβλεψη του Σεφέρη, ότι σε λίγα χρόνια οι Έλληνες δεν θα μιλούσαν ελληνικά... Σημειώνεται ότι μόνο κράτη - πρώην αποικίες στην Αφρική, στον Ειρηνικό και στην Κεντρική Αμερική έχουν ως δεύτερη ή και πρώτη επίσημη γλώσσα τα αγγλικά ή τα γαλλικά. Ουδεμία χώρα της Δύσης. Αντίθετα λαοί κάνουν μεγάλη προσπάθεια να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα ή τη διάλεκτό τους έναντι των κυρίαρχων στο κράτος τους γλωσσών. Παράδειγμα οι Σκωτσέζοι, οι Ουαλοί και οι Ιρλανδοί με τα αγγλικά οι Καταλανοί και οι Βάσκοι με τα ισπανικά, και οι Βρετόνοι με τα γαλλικά.
Για την επιχείρηση επιβολής των αγγλικών ως της παγκόσμιας κοινής γλώσσας και δι’ αυτής της επιβολής της αγγλοαμερικανικής κουλτούρας ο Μπερνάρ Κασέν, δημοσιογράφος και πρώην γενικός διευθυντής της μηνιαίας πολιτικής επιθεώρησης Le monde diplomatique, είπε, μεταξύ άλλων, στην ιδρυτική συνάντηση της Διεθνούς Ένωσης για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των λαών, στο Αλγέρι, τον Οκτώβριο του 1977: «Το να απογυμνώνεις ένα λαό από τον πολιτισμό του, δια της κατάργησης της γλώσσας του, ισοδυναμεί με το να τον απογυμνώνεις από τις πρώτες του ύλες, ή την αυτονομία του... Η γλωσσική καταλήστευση είναι λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, ένα αυθύπαρκτο φαινόμενο, που, ανάλογα με την περίσταση μπορεί να προηγηθεί, να συνοδεύσει ή να ακολουθήσει την οικονομική καταλήστευση». (Σημ. Από σχόλια Ρηνιώς Παπατσαρούχα – Μίσσιου εις βιβλίο Νικ. Σπ. Κονεμένου «Το ζήτημα της γλώσσας», Εκδ. Φιλόμυθος, Αθήνα, 1993, σελ. 259-260).
Οι δυτικής προέλευσης ελληνιστές και ελληνίστριες μας κάνουν περήφανους, που αποδίδουν την αξία που της πρέπει στη γλώσσα μας. Ο Γιώργος Σαραντάρης, ο σημαντικός ποιητής μας, ιδιοφυής φιλόσοφος και σπουδαίος άνθρωπος της δεκαετίας του 1930, δίδει πάντως μιαν άλλη διάσταση στην λατρεία της αρχαιότητας από τη Δύση:
« Σε εμάς τους Έλληνες δε μαθαίνουν υποστασιακά τίποτε οι διάφορες Αναγεννήσεις της Δύσης και μάλλον μας προσφέρουν μια περιττή και συχνά βλαβερή τροφή. Γιατί, για την επαφή με μιαν άρτια θνητή υπόσταση, μας αρκεί η Αρχαία Ελλάδα. Μονάχα εμείς, από όλους τους λαούς της γης, μπορούμε χωρίς να αφήσουμε τον τόπο μας, να διατρέξουμε υποστασιακά την απόσταση που χωρίζει τη φύση από τον άνθρωπο. Λέμε τούτο, γιατί και στο Χριστιανισμό πλησιάζουμε αβίαστα με την ελληνική μας παιδεία και την ελληνική μας γλώσσα. Διαβάζουμε τα γνήσια Ευαγγέλια, που μας μιλούν ενδόμυχα, κ’ έτσι μπορούμε να κρίνουμε πιο εύκολα και σχεδόν πιο υπεύθυνα από κάθε άλλο λαό, ποιος είναι ο αληθινός Χριστιανισμός» (Γιώργου Σαραντάρη «ΕΡΓΑ», 1ος Τόμος – Τα δημοσιευμένα από 1933 έως 1942, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2001, σελ. 232-233).
Οι Έλληνες έχουμε μακρά και σημαντική πολιτισμική παράδοση. Δεν είμαστε άθυρμα ξένων νοοτροπιών και μηδενιστικών ιδεολογιών και δεν δεχόμαστε, να απαρνηθούμε την ιδιοπροσωπία μας, τη συνδεδεμένη με την Ορθοδοξία και τη γλώσσα μας, και να αυτοτοποθετηθούμε στα ράφια της Ιστορίας, όπως οι Σουμέριοι και οι Αζτέκοι.-