Η δεκαετία του 1990 ήταν πολύπλευρα κομβική. Αντί εφαρμογής των προνοιών του διεθνούς δικαίου για την επικράτειά μας που θα δημιουργούσε αφετηρία ανοδικής τροχιάς ως ένα στρατηγικά αξιόπιστο κράτος λειτουργήσαμε κατευναστικά κατά των αναθεωρητικών απειλών. Ταυτόχρονα, δεχθήκαμε παθητικά –κάτι που ισχύει μέχρι και τις μέρες μας– το ακραία παράνομο casus belli η ακύρωση του οποίου λογικά θα έπρεπε να είναι προϋπόθεση οποιασδήποτε συνομιλίας με την Άγκυρα.
Ταυτόχρονα, πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα μετά δεν εφαρμόσαμε όπως έκαναν όλα τα κράτη τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την Αιγιαλίτιδα ζώνη που αποτελεί μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα. Οι περί άσπρου-μαύρου φλυαρίες δεν είναι σοβαρές θέσεις. Ένας κράτος εφαρμόζει το διεθνές δίκαιο και εάν απειλείται να μην το κάνει διασφαλίζει επαρκή αποτρεπτική ισχύ για να εκπληρώσει τα κυριαρχικά δικαιώματά του. Ταυτόχρονα, ανατρέχοντας στα πεπραγμένα των τριών τελευταίων δεκαετιών είναι ολοφάνερο ότι δεν προηγήθηκαν συναλλαγές με τις ηγεμονικές δυνάμεις για άρση αμφιβολιών και αμφιταλαντεύσεων. Ο κατευνασμός της Τουρκίας και οι φλούδες ελπίδες «εξευρωπαϊσμού της» αναμενόμενα είχε ως αποτέλεσμα όλοι να θεωρούν τα ελληνικά συμφέροντα αναλώσιμα.
Θα μπορούσε να προστεθεί ότι οι μεγάλες δαπάνες για την άμυνα δεν οδήγησαν σε πλήρη αξιοποίηση της αποτρεπτικής ισχύος για να εκπληρωθούν οι πρόνοιες του διεθνούς δικαίου και για να σταματήσει η τουρκική επιθετικότητα. Ακόμη, οι κρίσεις με την Τουρκία με κύρια την κρίση των Ιμίων έκανε σαφές ότι οι σχέσεις της στρατιωτικής ηγεσίας –η οποία μετά την πτώση της χούντας εμφορείται από δημοκρατικές πεποιθήσεις– είναι προβληματικές. Πολλές έγκυρες αναλύσεις της κρίσης κατέστησαν σαφές ότι η τότε πολιτική ηγεσία λειτούργησε με παρωχημένους όρους που δεν ισχύουν σε κανένα κράτος και που καταμαρτυρούν τόσο έλλειμμα στρατηγικής γνώσης όσο και έλλειμμα της λεπτής σχέσης αποτρεπτικής προετοιμασίας, διαχείρισης κρίσεων και πολιτικής.
Εάν σταθούμε στην ιστορικής πλέον σημασίας κρίση των Ιμίων δεν ξέσπασε ξαφνικά. Όταν ήδη από το 1994-95 το δίκαιο της θάλασσας επικυρώθηκε από τον αναγκαίο αριθμό κρατών η Ελλάδα μπορούσε να εφαρμόσει δεόντως τις πρόνοιες και τις διατάξεις που αφορούν τα κυριαρχικά δικαιώματά μας. Όχι μόνο δεν πήρε μια τέτοια απόφαση και όχι μόνο δεν προχώρησε σε συναλλαγές με τις δυτικές δυνάμεις και την Ρωσία, αλλά επιπλέον το παράνομο εάν όχι και θρασύδειλο casus belli της Τσιλέρ καθήλωσε την Ελληνική πολιτική εξουσία μέχρι και σήμερα. Οι στάσεις των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα των ΗΠΑ ήταν και συνεχίζουν να είναι κρίσιμες. Η Ελλάδα πριν το 1996 αλλά και σήμερα θα μπορούσε να κάνει διπλωματικούς χειρισμούς και συναλλαγές συμφερόντων. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, η τότε ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων πληροφόρησε το υπουργείο Εξωτερικών για τις θέσεις των Αμερικανών τα εξής:
«Οι Αμερικανοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι η επέκταση των χωρικών μας υδάτων θα επηρεάσει αρνητικά τις αμερικανικές ναυτικές επιχειρήσεις, διότι η Ελλάδα αρνείται να δεχθεί όλα τα σχηματιζόμενα στενά ως υπαγόμενα στο καθεστώς Free Transit Passage και θα διατηρηθεί σε ισχύ το καθεστώς της αβλαβούς διελεύσεως. Τι θα σημαίνει αυτό για τους Αμερικανούς; Πρώτον, τα αμερικανικά υποβρύχια θα πλέουν εν επιφάνεια στα στενά που δεν χαρακτηρίζονται ως διεθνή. Δεύτερον, στα αμερικανικά αεροσκάφη θα απαγορεύεται υπερπτήση πάνω από τα στενά αυτά και έτσι θα υποχρεώνονται να ζητούν τη συγκατάθεση της Αθήνας… έλαβα γνώση αμερικανικών οδηγιών προς τα υποβρύχιά τους, με τις οποίες προσδιόριζαν συγκεκριμένα πέντε στενά στο Αιγαίο ως “στενά ελεύθερης διέλευσης”».
Όπως λοιπόν μας πληροφορεί η τότε στρατιωτική ηγεσία το Γενικό Επιτελείο εισηγήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών να εξετάσει την περίπτωση η Ελλάδα να κηρύξει τα πέντε στενά ως “διεθνή στενά” με το διπλό επιχείρημα ότι ήταν σύμφωνο με την ελληνική επιφύλαξη στη Σύμβαση του 1982 και δεν δημιουργούσε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ (εν τέλει και με την Ρωσία). Το υπουργείο Εξωτερικών διαφώνησε για τους δικούς του λόγους.
Της κρίσης των Ιμίων προηγήθηκαν και άλλα επεισόδια που είχαν προαναγγείλει τα επιθετικά σχέδια της Τουρκίας με σκοπό τη δημιουργία τετελεσμένων. Εν τούτοις, η πολιτική ηγεσία δεν πήρε την πρωτοβουλία για δημιουργία προϋποθέσεων πολιτικής συναίνεσης αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας με όρους πλήρους εφαρμογής του διεθνούς δικαίου πρωταρχικά με την Αιγιαλίτιδα ζώνη. Η κρίση επίσης καταμαρτύρησε ότι δεν υπήρξαν πολιτικές εντολές για επιτελικά σχέδια ελέγχου της κλιμάκωσης μιας πιθανής κρίσης και αναίρεσης τυχόν τετελεσμένων και ασφαλώς όπως ισχύει σε κάθε τέτοια περίπτωση εάν η Τουρκία επέμενε ολικής επικράτησης. Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι οι Τούρκοι δεν θα κλιμάκωναν μέχρι το τέλος αφενός επειδή οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αναπτύχθηκαν με τρόπο που έδιναν στην Ελλάδα πλεονέκτημα και αφετέρου επειδή δεν ένοιωθαν ασφαλείς ως προς αυτό. Αυτά είναι παθήματα που πρέπει να γίνονται μαθήματα, με την έννοια ότι απαιτείται ανά πάσα στιγμή να υπάρχει βέλτιστη χρήση των μέσων για μέγιστη αποτρεπτική ισχύ πάντα συναρτημένη με αμετάθετη απόφαση εφαρμογής των προνοιών του διεθνούς δικαίου.
Όταν άρχισε η κρίση το 1996, η πολιτική ηγεσία κρατούσε την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων σε απόσταση από συσκέψεις, ενώ προχώρησε με καταιγιστικούς ρυθμούς στην λήψη κατευναστικών στάσεων και αποφάσεων. Μάλιστα, για να δοθεί η εντύπωση πως “δεν τρέχει τίποτα” υπουργοί με κύρια αρμοδιότητα έτρεχαν στις τηλεοράσεις, ενώ ο πρωθυπουργός κάλεσε τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στο γραφείο του για να μην προκαλέσει υποψίες για δικά μας σχέδια αντίδρασης. Την ίδια στιγμή, μέλη της κυβέρνησης που βρίσκονταν σε διαφορετικά μέρη μιλούσαν με Αμερικανούς την στιγμή που οι τελευταίοι βρίσκονταν στην ίδια δική τους αίθουσα κρίσεων. Αυτά πρέπει να ειπωθεί με έμφαση, με κριτήριο στοιχειωδών γνώσεων στρατηγικής είναι ισχυρά μηνύματα πολιτικής και αποτρεπτικής αναξιοπιστίας. Έτσι, αντί η πολιτική ηγεσία στο σύνολό της, μαζί με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων να βρίσκονται στην αίθουσα επιχειρήσεων του υπουργείου Άμυνας για να τα ακούν όλα, να ενημερώνονται με πληροφορίες των υπηρεσιών μας, να ανταλλάσσουν απόψεις για την βέλτιστη στάση και από κοινού να υιοθετούν την βέλτιστη απόφαση, το κράτος λειτούργησε, κυριολεκτικά, ως σκορποχώρι.
Είναι χρήσιμο να τονιστεί και να υπογραμμιστεί ότι μετά την Χούντα οι αξιωματικοί των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είναι δημοκρατικά εμποτισμένοι Γι’ αυτό τηρώντας την κλασική ρήση ότι «ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», η λογική του πολέμου υποτάσσεται στην λογική ορθολογιστικών πολιτικών λογικών, δεν αποφάσισαν μόνοι τους πόλεμο. Η αποδέσμευση των κανόνων εμπλοκής στα Ίμια, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα από ορισμένους, έπρεπε να γίνει από την πολιτική ηγεσία και η τότε στρατιωτική ηγεσία λειτούργησε στο πλαίσιο ενός τέτοιου στοιχειώδους πολιτικού και στρατιωτικού ορθολογισμού. Μεταγενέστερες τοποθετήσεις του τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ όσον αφορά τις σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας και πολέμου-πολιτικής είναι παραδειγματικές, εξ ου και τις σχολιάσαμε δεόντως.
Πριν την κρίση του 1996, κατά την διάρκεια της κρίσης αλλά και μετά την κρίση η Ελλάδα παράλειψε να πληροφορήσει τα άλλα κράτη και ιδιαίτερα τους συμμάχους της ότι είναι απόλυτα τεκμηριωμένο το γεγονός ότι οι νήσοι των Ιμίων ανήκουν στην ελληνική επικράτεια.
Υπενθυμίζεται ότι ακόμη και η Ιταλία έκανε μια τέτοια παρέμβαση προς τους Αμερικανούς λέγοντας στον πρέσβη στην Ρώμη ότι: «η θέση της Ιταλίας ήταν ότι τα Ίμια είχαν εκχωρηθεί από τη Ρώμη στην Αθήνα και η Ελλάδα έχει δίκιο». Όμως, φαίνεται ότι τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα. Η Ελλάδα συνεχίζει να είναι καθηλωμένη ενώ απουσιάζουν άρτια κρατικά επιτελεία. Η πολιτική συναίνεση είναι ελλειμματική ή προσχηματική, οι πλείστοι συνεχίζουν να εμφορούνται από παρωχημένες αντιλήψεις, κυρίως συγχέοντας το φαινόμενο του πολέμου με την αποτρεπτική στρατηγική μη κατανοώντας ότι η πολεμική εμπλοκή ή ένας γενικευμένος πόλεμος αποτελεί αποτυχία της αποτρεπτικής στρατηγικής. Έτσι, οδηγούνται σε λογικές κατευνασμού τις οποίες με τον ένα ή άλλο τρόπο προτάσσουν θεωρώντας, λανθασμένα, ότι η αποτρεπτική προετοιμασία είναι πολεμοχαρής στάση ενώ ισχύει το αντίθετο.
Ενδεικτικό πάντως είναι ότι η πολιτική συναίνεση τον τελευταίο καιρό δεν αφορά την πλήρη και άμεση μεθόδευση πλήρους εφαρμογής των προνοιών του διεθνούς δικαίου αλλά την μερική μόνο εφαρμογή στο Ιόνιο, κάτι το οποίο και πάλι αποτελεί ισχυρό μήνυμα κατευνασμού και αναξιοπιστίας. Κάθε συνομιλία και επαφή με τρίτους και με την Τουρκία επηρεάζεται από αυτό το γεγονός. Ουσιαστικά βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν. Όσον αφορά τη “Χάγη”, η Ελλάδα αυτοκτονεί κυριαρχικά και στρατηγικά αν δεν επιμένει ακλόνητα στο μόνο ζήτημα που υπάρχει –εάν διαφωνεί η Τουρκία–, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στην βάση της μέσης γραμμής σύμφωνα με τις πρόνοιες του δικαίου της θάλασσας και χωρίς να αμφισβητείται η πλήρης επήρεια των Ελληνικών νησιών.
Κατευνασμός στο Αιγαίο και στην Κύπρο οδηγεί σε διελκυστίνδα συζητήσεων για το πώς η νεοοθωμανική Τουρκία θα κυριαρχήσει στρατηγικά και από κάθε άλλη άποψη επί της Ελλάδας και της Κύπρου.
Δρ. Παναγιώτης Ήφαιστος
Ομ. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Παν/μιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
HuffingtonPost