Είναι εύλογη η υπόθεση πως η Ελλάδα οδηγείται ολοταχώς προς μία επόμενη χρεοκοπία εάν δεν διαγραφεί χρέος της, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την έξοδο της από την Ευρωζώνη – αφού
όπως έχει δηλώσει η Γερμανία, η διαγραφή δεν επιτρέπεται εντός της νομισματικής ένωσης.
«Στα 334,988 δις € ανήλθε στο τέλος της Γενικής Κυβέρνησης του 3ου τριμήνου του 2018, αυξημένο κατά 21,493 δις € σε σχέση με τα 313,495 δις € στο τέλος του αντίστοιχου τριμήνου του 2017. Σύμφωνα με τους μη τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης, το 3ο τρίμηνο 2018 υπήρξε πρωτογενές πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση ύψους 3,842 δις € έναντι 3,806 δις € το 3ο τρίμηνο του 2017.
Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, αυτό διαφέρει από το πρωτογενές πλεόνασμα στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Στο τελευταίο, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ότι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών της Γενικής Κυβέρνησης (έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, δαπάνες σχετικά με συναλλαγές για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια)» (πηγή).
όπως έχει δηλώσει η Γερμανία, η διαγραφή δεν επιτρέπεται εντός της νομισματικής ένωσης.
«Στα 334,988 δις € ανήλθε στο τέλος της Γενικής Κυβέρνησης του 3ου τριμήνου του 2018, αυξημένο κατά 21,493 δις € σε σχέση με τα 313,495 δις € στο τέλος του αντίστοιχου τριμήνου του 2017. Σύμφωνα με τους μη τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης, το 3ο τρίμηνο 2018 υπήρξε πρωτογενές πλεόνασμα στη Γενική Κυβέρνηση ύψους 3,842 δις € έναντι 3,806 δις € το 3ο τρίμηνο του 2017.
Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, αυτό διαφέρει από το πρωτογενές πλεόνασμα στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Στο τελευταίο, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ότι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών της Γενικής Κυβέρνησης (έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, δαπάνες σχετικά με συναλλαγές για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια)» (πηγή).
.Επικαιρότητα
Πάντοτε αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν να έχει η Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% του ΑΕΠ, οπότε δημοσιονομικά και ταυτόχρονα να αυξάνεται το δημόσιο χρέος της – αφού αυξάνεται μόνο από τα ελλείμματα. Εφόσον λοιπόν η χώρα δηλώνει πως έχει δημοσιονομικά πλεονάσματα και ξεπουλάει κρατικές επιχειρήσεις, το δημόσιο χρέος της θα έπρεπε να μειώνεται – εκτός εάν πρόκειται για κάποια λογιστική απάτη.
Εν προκειμένω όμως η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει πως το πρωτογενές πλεόνασμα που ανακοινώνει είναι διαφορετικό από το πλεόνασμα του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής – οπότε έμμεσα πως η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει ελλείμματα, με αποτέλεσμα το χρέος της να έχει αυξηθεί κατά 21,493 δις € μέσα σε ένα μόλις έτος! Εύλογα λοιπόν εκβιάζεται από τη Γερμανία για να προσφέρει ακόμη περισσότερα ανταλλάγματα, όπως στο θέμα της Μακεδονίας (στον προϋπολογισμό του 2019 το χρέος της κεντρικής διοίκησης στα τέλη του 2018 ήταν στα 357 δις € – γράφημα).
Λογικά λοιπόν αναρωτιέται κανείς προς τα πού ακριβώς βαδίζει η Ελλάδα και πώς είναι δυνατόν να προσφύγει στις αγορές, όταν το ήδη δυσθεώρητο δημόσιο χρέος της συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ είναι ακόμη έντονα ελλειμματική. Πόσο μάλλον όταν τα κόκκινα ιδιωτικά χρέη της κλιμακώνονται διαρκώς, έχοντας φτάσει σε επίπεδα μοναδικά στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά (πάνω από 300 δις € ή περί το 165% του ΑΕΠ).
Από την άλλη πλευρά, όλοι γνωρίζουν πως οι προβλέψεις για την πραγματική οικονομία μίας χώρας είναι σε συνάρτηση με την εξέλιξη των τιμών των μετοχών των τραπεζών της – όπου την προηγούμενη εβδομάδα έχασαν σχεδόν το 20% της αξίας τους, παρά το ότι ευρίσκονταν ήδη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ειδικότερα, η πτώση των τραπεζικών μετοχών προηγείται συνήθως κατά 100 ημέρες, σε σχέση με την ανάλογη εξέλιξη της πραγματικής οικονομίας (γράφημα) – οπότε όσο αισιόδοξος και αν είναι κανείς, πρέπει να παραμένει ρεαλιστής.
Εάν τώρα επαληθευτεί αυτό το σενάριο, τι θα συμβεί με τα έσοδα του κράτους, με τα ελλείμματα και με τα χρέη του; Πώς είναι δυνατόν να το εμπιστευθούν οι αγορές και να το δανείσουν χρήματα με βιώσιμα επιτόκια; Δεν γνωρίζουν καλύτερα από όλους μας πως το δημόσιο δίνει «γη και ύδωρ» για να διασωθούν οι τράπεζες, με στόχο να τους πουλήσει τα ομόλογα του που διαφορετικά δεν θα αγοραστούν από κανέναν; Εάν όμως τελικά δεν τα καταφέρει, δεν θα είναι η μόνη δυνατότητα του ο δανεισμός από τον ESM, από το γερμανικό ΔΝΤ δηλαδή, με νέα μνημόνια; Θα συμφωνούσε όμως το ESM;
Επομένως είναι εύλογη η υπόθεση πως η Ελλάδα οδηγείται ολοταχώς προς μία επόμενη χρεοκοπία εάν δεν διαγραφεί χρέος της, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την έξοδο της από την Ευρωζώνη – αφού όπως έχει δηλώσει η Γερμανία η διαγραφή δεν επιτρέπεται εντός της νομισματικής ένωσης.
Με το χρέος πάντως να συνεχίζει να αυξάνεται, με τα δίδυμα ελλείμματα επίσης (προϋπολογισμός, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) και με χρεοκοπημένο τον ιδιωτικό τομέα, η διαγραφή φαίνεται αναπόφευκτη – οπότε ο καθένας μπορεί να εξάγει μόνος του τα συμπεράσματα του.
Πηγή: analyst.gr