Γράφει ο Κώστας Γρίβας
Η τραγωδία περνάει στην Ιστορία ως η πιο φονική πυρκαγιά στην ευρωπαϊκή ιστορία μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πιο φονική μοναδική πυρκαγιά στον πλανήτη τον 21ο αιώνα και μια από τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές της σύγχρονης Ελλάδας. Πέραν, λοιπόν, όλων των άλλων ευθυνών (διαχρονικών και τωρινών) και παθογενειών της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, που πρέπει να αναζητηθούν, να αποδoθούν και να θεραπευτούν, προκύπτει και η άμεση ανάγκη αλλαγής του μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενου μοντέλου δασοπυρόσβεσης-αεροπυρόσβεσης στην Ελλάδα.
Επιδεικνύοντας μια μάλλον υπερβάλλουσα επιμονή σε μια φιλοσοφία «κάνουμε ό,τι κάναμε πάντα αφού αυτό λειτουργεί«, οι αρμόδιες υπηρεσίες εφάρμοζαν εδώ και περίπου 40 χρόνια το ίδιο μοντέλο δασοπυρόσβεσης στις βασικές του αρχές. Την σημερινή εικόνα συνθέτουν αεροπυροσβεστικά μέσα, τα οποία είναι συμπληρωματικά των χερσαίων. Η ανάπτυξη «στρατηγικών» αεροπυροσβεστικών ικανοτήτων θεωρείται από αδύνατη έως ανεπιθύμητη, ενώ περιορισμένη εφαρμογή είχαν βρει νέες τεχνολογίες στους αισθητήρες, τις επικοινωνίες και τη διαχείριση πληροφοριών. Όμως, αυτή δεν ήταν η μόνη επιλογή που υπήρχε.
Στο μακρινό 1996 είχα ξεκινήσει να μελετώ τις αντιλήψεις του πληροφοριοκεντρικού (infocentric) και δικτυοκεντρικού (network centric) πολέμου, που τότε είχαν εμφανιστεί στο πλαίσιο της περιβόητης «Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» (RMA). Τότε, είχα έλθει σε επαφή με αρκετά άρθρα και μελέτες που υποστήριζαν ότι οι σχετικές μεθοδολογίες θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογές και σε θέματα ασφάλειας. Τονιζόταν μάλιστα ότι ο πατέρας της αντίληψης του Δικτυοκεντρικού Πολέμου (NCW), ναύαρχος Arthur Cebrowski, είχε εμπνευστεί από τον τρόπο λειτουργίας της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης.
Με πολύ απλοϊκό τρόπο, οι πληροφοριοκεντρικές επιχειρήσεις μπορούν να οριστούν ως ταχεία απόκτηση της πληροφορίας για το που βρίσκεται ο εχθρός-απειλή, ταχεία μετάδοση αυτής της πληροφορίας και ταχεία αξιοποίηση αυτής της πληροφορίας με την προσβολή του εχθρού-απειλής με σαρωτικά πλήγματα ακριβείας. Οι λέξεις κλειδιά είναι «ταχύτητα» έτσι ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν πιο μικρό χρονικό χάσμα από τη στιγμή που εντοπίζεται η απειλή μέχρι τη στιγμή που προσβάλλεται (sensor–to–shooter loop) και «σαρωτικό πλήγμα». Δηλαδή, η τελική εκμετάλλευση της πληροφορίας πρέπει να γίνεται με μέσα που να επιφέρουν αποφασιστικό πλήγμα στον εχθρό-απειλή. Για τον σκοπό αυτό αναπτύχθηκε μια ευρεία οικογένεια πυρομαχικών προσβολής ακριβείας (PGM).
Ομίχλη της μάχης
Επίσης, μεγάλη έμφαση δινόταν στην καταπολέμηση της «ομίχλης της μάχης» κατά Κλαούζεβιτς, δηλαδή στη δημιουργία μιας κοινής και ενιαίας (single and integrated) εικόνας, διαθέσιμης σε όλους τους εμπλεκομένους, όπου θα απεικονιζόταν η εξέλιξη των επιχειρήσεων. Κατά τους πρακτικούς Αμερικανούς, η εικόνα αυτή έπρεπε να ενημερώνει διαρκώς τους πάντες για τρία απλά πράγματα: «που είμαι εγώ, που είναι ο εχθρός, που είναι οι φίλοι μου» (‘where am I, where is the enemy, where are my buddies’), έτσι ώστε να χτυπιέται με ακρίβεια ο εχθρός και να προστατεύονται οι φίλοι.
Για την υλοποίηση αυτής της φιλοσοφίας απαιτούνταν ένα πλέγμα αισθητήρων, μέσων συλλογής πληροφοριών, μετάδοσης πληροφοριών, μετατροπής των ακατέργαστων πληροφοριών σε κατανοητά «πακέτα» γνώσης και μέσων αξιοποίησης των πληροφοριών, το οποίο θα λειτουργούσε ως μια ενιαία και αδιαίρετη ενότητα. Το ακρωνύμιο C4ISR (Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance & Reconnaissance) εξέφρασε αυτή τη νέα φιλοσοφία και η χρήση του έγινε της μόδας μια εποχή και εν Ελλάδι, χωρίς ωστόσο να κατανοηθεί πλήρως η φιλοσοφία των πληροφοριοκεντρικών-δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων που τα δίκτυα C4ISR υπηρετούν.
Σε κάθε περίπτωση, ήδη από τότε, είχαν εμφανιστεί απόψεις ότι παρόμοια πληροφοριοκεντρικά μοντέλα μπορούσαν να επιφέρουν επαναστατικές αλλαγές και σε αποστολές δασοπυρόσβεσης δεδομένου ότι ο γρήγορος εντοπισμός μιας εστίας φωτιάς και η γρήγορη προσβολή της είναι κρίσιμης σημασίας για τον έλεγχό της. Ακόμη και σε μια «ώριμη» πυρκαγιά, παρόμοιες μεθοδολογίες μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά, τόσο στην κατάσβεση όσο, κυρίως, στη διαχείριση της, έτσι ώστε να αποφευχθούν ανθρώπινες απώλειες.
Η πυρκαγιά δεν είναι νοήμων αντίπαλος
Μάλιστα, πολλοί αναλυτές υποστήριζαν ότι η πληροφοριοκεντρική-δικτυοκεντρική φιλοσοφία επιχειρήσεων ενδείκνυται περισσότερο για την αντιμετώπιση απειλών όπως είναι οι δασικές πυρκαγιές από ότι σε έναν πόλεμο. Μια πυρκαγιά μπορεί να είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη, αλλά δεν είναι ένας νοήμων αντίπαλος, ενάντια στη ζωντανή βούληση του οποίου πρέπει να μάχεσαι, όπως λέει ο Κλαούζεβιτς, με αποτέλεσμα η «ομίχλη του πολέμου» και η «τριβή» (friction). Δηλαδή, η ασάφεια στα τεκταινόμενα είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμηθεί από τα μέσα συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών.
Ούτε η πυρκαγιά έχει ικανότητες κυβερνοπολέμου ή ηλεκτρονικού πολέμου, ώστε να προσβάλει το δίκτυο C4ISR που διαθέτεις. Άρα, μπορείς να χρησιμοποιήσεις σχετικά απλές, φθηνές και εμπορικά διαθέσιμες (COTS) τεχνολογίες για να το δημιουργήσεις. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η δημιουργία παρόμοιων δικτύων διευκολύνεται σημαντικά. Το κόστος αισθητήρων, ρομποτικών συστημάτων, προγραμμάτων πληροφορικής (που θα διαχειρίζονται τις πληροφορίες και θα βγάζουν αλγορίθμους) και όλων των συναφών τεχνολογιών, έχει μειωθεί δραστικά, ενώ η τεχνολογία τους έχει βελτιωθεί.
Επιπροσθέτως, οι δομές αυτές θα προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες και σε άλλους τομείς, όπως περιβαλλοντολογικό έλεγχο, έλεγχο θαλασσίων συνόρων, αποστολές έρευνας και διάσωσης, ακόμη και υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων σε καιρό πολέμου.
Στρατηγικά δασοπυροσβεστικά αεροσκάφη
Ωστόσο, όσον αφορά το θέμα της δασοπυρόσβεσης, τα πληροφοριακά αυτά πλέγματα δεν θα μπορούν να προσφέρουν το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων τους, αν δεν υποστηρίζουν μια κατηγορία μέσων, τα οποία θα αξιοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν ώστε να προσβάλουν την πυρκαγιά με συντριπτικά πλήγματα. Τα μέσα αυτά θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως «στρατηγικά δασοπυροσβεστικά αεροσκάφη». Αυτά έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την πυρκαγιά με πολύ μεγαλύτερο όγκο νερού από ότι μπορούν τα αεροσκάφη Canadair C-215 και CL-415 που διαθέτει σήμερα η Πολεμική Αεροπορία.
Η Ελλάδα στο παρελθόν είχε νοικιάσει ρωσικά μεταγωγικά Iliushin Il-76 (κωδική ονομασία ΝΑΤΟ ‘Candid’), τα οποία μπορούν να εξαπολύσουν στη φωτιά 44 τόνους νερού, ενώ τα CL-215 και CL-415 μεταφέρουν πέντε τόνους νερού. Κάθε ένα Il-76 μπορεί να σβήσει ένα μέτωπο πυρκαγιάς μήκους περίπου 500 μέτρων και πλάτους 100. Άρα, τέσσερα τέτοια αεροσκάφη θα μπορούσαν να καλύψουν, με μια και μόνη ρίψη, το μήκους περίπου δύο χλμ πύρινο μέτωπο που εισέβαλε στο Μάτι.
Στην περίπτωση που δεν θα μπορούσαν να το καταστείλουν πλήρως, θα έδιναν την ευκαιρία στις επίγειες δυνάμεις να προσβάλουν τα υπολείμματά του. Ή στη χειρότερη των περιπτώσεων θα το περιόριζαν και θα το επιβράδυναν, έτσι ώστε να μπορέσουν να διαφύγουν οι άνθρωποι που κινδύνευαν. Βέβαια, τα αεροσκάφη, δεν έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής στην Ελλάδα και παρόλα τα θετικά αποτελέσματα που επέτυχαν σε διάφορες πυρκαγιές, δεν παραγγέλθηκαν ξανά.
Μια προβαλλόμενη αιτία για την απόρριψή τους ήταν η μονότονα επαναλαμβόμενη (και παντελώς ακατανόητη στον γράφοντα) επωδός, ότι «δεν κάνουν για το ελληνικό ανάγλυφο». Το ίδιο «επιχείρημα» προβάλλεται και ενάντια στο ρωσικό αμφίβιο πυροσβεστικό Beriev Be-200 που κουβαλάει 12 τόνους νερού. Προφανώς, λοιπόν, με βάση αυτήν την αντίληψη, το «ελληνικό ανάγλυφο» είναι ένα ατελείωτο φαράγγι της Σαμαριάς μέσα στο οποίο «μικρά και ευέλικτα» αεροπλάνα θα ρίχνουν μερικούς κουβάδες νερό.
Γιατί όχι ρωσικά;
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι ακριβώς επειδή το ελληνικό ανάγλυφο είναι τόσο πλούσιο και διαφορετικό απαιτεί διάφορα είδη εναέριων μέσων και παρόμοια «στρατηγικά δασοπυροσβεστικά» μπορούν όντως να προσφέρουν τεράστιες υπηρεσίες σε πολλές περιπτώσεις. Γενικότερα, το ελληνικό σύστημα δασοπυρόσβεσης επιδεικνύει τα τελευταία χρόνια μια απαξίωση στα μέσα αεροπυρόσβεσης που μπορούν να εξαπολύσουν μεγάλο όγκο νερού ενάντια στη φωτιά.
Τέτοιο είναι το θηριώδες ρωσικό ελικόπτερο (κωδική ονομασία ΝΑΤΟ ‘Halo’), το οποίο κουβαλούσε 15 τόνους νερό (δηλαδή όσο τρία Canadair). Κατά περίεργο τρόπο όλα αυτά τα συστήματα είναι ρώσικης προέλευσης και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και μερικά χρόνια το ελληνικό κράτος αποφάσισε να παραδώσει τις διαδικασίες επιλογής ενοικιαζόμενων αεροπυροσβεστικών μέσων σε μια ΝΑΤΟϊκή υπηρεσία, τη NAMSA.
Επιπροσθέτως, η τρέχουσα αντίληψη περί δασοπυρόσβεσης εν Ελλάδι αντιμετωπίζει τα αεροπορικά μέσα ως προέκταση των χερσαίων και συνακόλουθα δεν βλέπει με ιδιαίτερα καλό μάτι τη λειτουργία ενός δασοπυροσβεστικού μοντέλου, όπου τον πρώτο λόγο θα τον έχουν «στρατηγικά» αεροπορικά μέσα, με τα χερσαία συστήματα να αποτελούν τα συμπληρώματά τους και όχι το αντίθετο. Όμως, η ασύλληπτη καταστροφή στο Μάτι έδειξε ότι αυτό το μοντέλο τίθεται εν αμφιβόλω.
Εδώ, βέβαια, μπορεί να εκφραστεί η άποψη ότι για τη συμφορά στο Μάτι έφταιγαν πρωτίστως η επικίνδυνη συνύπαρξη πεύκων και ανθρώπων, οι αυθαιρεσίες στη δόμηση, το κλείσιμο των ακτών κλπ. Αυτή, όμως, θα ήταν μια παραπλανητική μισή αλήθεια. Οι μηχανισμοί πυρόσβεσης πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτό που υπάρχει και όχι σε αυτό που θα έπρεπε, ή θα μπορούσε να υπάρχει.
Και ας μην ξεχνάμε ότι δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια μεγαπυρκαγιά, σαν αυτές που κατέκαψαν την Πελοπόνησσο το 2007, αλλά μια μικρή σχετικά πυρκαγιά. Ένα παρόμοιο πληροφοριοκεντρικό σύστημα δίνει έμφαση στην ταχεία αντίδραση και τον αποφασιστικό «βομβαρδισμό» της πυρκαγιάς από αέρος. Επειδή παραλλήλως δημιουργεί μια ενιαία και καθαρή εικόνα των τεκταινομένων, διαθέσιμη σε όλες τις εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες, θα μπορούσε να μειώσει αποφασιστικά τις απώλειες και τις καταστροφές.
SLPress