Οποιοσδήποτε θέλει να κυβερνάει, πρέπει πριν από κάθε τι άλλο να εμπιστεύεται τη συλλογική σοφία, αυτά δηλαδή που θέλουν οι Πολίτες – οπότε είναι υποχρεωμένος να τα ανακαλύψει και στη συνέχεια να κρίνει εάν είναι ο ίδιος σε θέση να τα εφαρμόσει, έχοντας πλήρη γνώση της κατάστασης της χώρας, καθώς επίσης των δυνατοτήτων της τη δεδομένη στιγμή.
«Πού θα καταλήξουμε εάν δεν αλλάξουμε; Εάν συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις εντολές της καγκελαρίου; Εκεί που κατέληξαν οι πάμπλουτες χώρες της Λατινικής Αμερικής την πρώτη αποικιοκρατική εποχή: όπου οι νέοι ιδιοκτήτες τους έβαζαν τους ιθαγενείς να εργάζονται μέρα-νύχτα έναντι πινακίου φακής, παρακολουθώντας τους με τα μαστίγια για να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερο πλούτο για τους ίδιους» (πηγή)
Η Ελλάδα, επτά ακριβώς χρόνια μετά την ανακοίνωση της υπαγωγής της στο ΔΝΤ την Κυριακή 2 Μαΐου του 2010, ευρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση – οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Έχοντας βιώσει κυριολεκτικά μία οδυνηρή τραγωδία, μοναδική στην ιστορία για μία χώρα σε εποχή ειρήνης, συνεχίζει την πορεία της προς την καταστροφή και το χάος, χωρίς καμία προοπτική να το αποφύγει – παρά το ότι (ή ίσως λόγω του ότι) της επιβλήθηκαν δημοσιονομικά μέτρα ύψους συνολικά 70 δις €.
Σε αυτά τα επτά χρόνια της οδύνης, περιορίσθηκε το ΑΕΠ της κατά περίπου 65 δις € (άρα λείπουν σήμερα ετήσια έσοδα του δημοσίου άνω των 20 δις €!), χρεοκόπησαν δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, μειώθηκαν οι καταθέσεις σχεδόν κατά 130 δις €, δαπανήθηκαν άνω των 40 δις € για να διασωθούν οι τράπεζες χωρίς αποτέλεσμα, αφού τελικά χάθηκαν τα χρήματα και αφελληνίσθηκαν, δημιουργήθηκαν 800.000 νέοι άνεργοι κοκ.
Την ίδια στιγμή το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος, από αμελητέο το 2010 έχει εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ το δημόσιο ως προς το ΑΕΠ επίσης – από 127% το 2009 στο 179% σήμερα. Σε απόλυτο μέγεθος βέβαια η αύξηση δεν είναι τόσο τραγική, αφού από 300 δις € το 2009 έφτασε στα 325 δις € περίπου σήμερα – επειδή η ποσοστιαία αύξηση οφείλεται στην κατάρρευση του ΑΕΠ, ενώ μεσολάβησε το PSI με το οποίο μειώθηκε το χρέος θεωρητικά κατά 138 δις €, με τελικό όφελος όμως για τη χώρα της τάξης των 50 δις €.
Έναντι αυτής της εγκληματικής συμφωνίας η Ελλάδα έχασε όλα της τα διαπραγματευτικά χαρτιά, χρεοκόπησαν οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά της ταμεία, ενώ παρέδωσε κυριολεκτικά τα κλειδιά της στους δανειστές – οπότε δεν υπήρξε ουσιαστικά κανένα όφελος, αλλά μόνο τεράστιες ζημίες, για τις οποίες πρέπει ασφαλώς να τιμωρηθούν οι ένοχοι (άρθρο).
Εν τούτοις, παρά τη βιβλική καταστροφή που έχουν προκαλέσει τα μνημόνια στην Ελλάδα (ανάλυση), καθώς επίσης παρά την αποδοχή των «λαθών» εκ μέρους του ΔΝΤ, συνεχίζουν να εφαρμόζονται, με τη λήψη μέτρων ακόμη και μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου στα μέσα του 2018 – από μία κυβέρνηση που δεν τήρησε καμία προεκλογική της δέσμευση, που οφείλει να δικαστεί για εσχάτη προδοσία τουλάχιστον επειδή δεν σεβάσθηκε το δημοψήφισμα και που υπέγραψε την πλέον αποικιοκρατική συμφωνία στην παγκόσμια ιστορία μαζί με τα άλλα κόμματα, χωρίς καμία ντροπή.
Παράλληλα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει τίποτα άλλο να προτείνει στους Έλληνες, εκτός από την ίδια δηλητηριώδη συνταγή των μνημονίων, ισχυριζόμενη πως εάν αλλάξουν κάποια συστατικά της (άλλο μείγμα πολιτικής) θα πάψει να είναι θανατηφόρα – θεωρώντας προφανώς ότι απευθύνεται σε ηλιθίους Πολίτες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ούτε καν τις βασικές αρχές της οικονομίας, ενώ δεν έχουν μάθει απολύτως τίποτα από την κρίση.
Ανεξάρτητα τώρα από όλα αυτά θεωρούμε αυτονόητο το ότι, οποιοσδήποτε θελήσει να κυβερνήσει μία χώρα χωρίς ιδιοτελείς σκοπιμότητες και όχι για τη νομή της εξουσίας, πρέπει πριν από κάθε τι άλλο να εμπιστεύεται τη συλλογική σοφία – αυτά δηλαδή που επιθυμούν οι Πολίτες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Επομένως, είναι υποχρεωμένος να τα ανακαλύψει και στη συνέχεια να κρίνει εάν είναι ο ίδιος σε θέση να τα εφαρμόσει έχοντας πλήρη γνώση της κατάστασης της χώρας, καθώς επίσης των δυνατοτήτων της τη δεδομένη στιγμή – να είναι δηλαδή «λαϊκιστής» με τη σωστή έννοια του όρου, όπου οι πράξεις του πηγάζουν μεν από την πρόθεση του να εκφράσει επακριβώς το «λαό», αλλά με γνώμονα τα συμφέροντα του «λαού» και όχι τα δικά του.
Εάν δε οι επιθυμίες του «λαού» δεν είναι ρεαλιστικές, τότε οφείλει να τον ενημερώσει, προτείνοντας του εναλλακτικές λύσεις – σε καμία περίπτωση να τον παραπλανήσει, εκμεταλλευόμενος τυχόν άγνοια με γνώμονα το ιδιοτελές του συμφέρον. Εάν νομίζει πάντως πως γνωρίζει ο ίδιος καλύτερα από τη συλλογική βούληση τις επιθυμίες των κοινωνιών που θέλει να υπηρετεί και όχι να τον υπηρετούν, μάλλον κάνει λάθος – εκτός εάν είναι σε θέση να το τεκμηριώσει, πείθοντας έντιμα και ορθολογικά. Στα πλαίσια αυτά, έχουμε την άποψη πως οι Πολίτες σήμερα (θεωρούμε μη δόκιμη τη λέξη «λαός» στις σύγχρονες κοινωνίες), θέλουν κυρίως τα εξής:
(1) Την αποκατάσταση της Δημοκρατίας: Οι Έλληνες, μετά τις συνεχείς προδοσίες των κυβερνήσεων τους, τη διαφθορά, τη διαπλοκή και όλα τα υπόλοιπα, έχουν πάψει πια να εμπιστεύονται την αντιπροσωπευτική δημοκρατία – ενώ γνωρίζουν πως το Σύνταγμα έχει κακοποιηθεί σε τρομερό βαθμό από τους πολιτικούς, έτσι ώστε να εξυπηρετεί μόνο τα προσωπικά τους συμφέροντα (άρθρο). Επιθυμούν λοιπόν να αλλάξει ριζικά (άρθρο), έτσι ώστε να τους προστατεύει στο μέλλον από εκείνες τις ολιγαρχικές συμμορίες που νέμονται την εξουσία – κάτι που προϋποθέτει τα εξής:
(α) Πρέπει να εκλέγουν εκείνο το κόμμα που συμπεριλαμβάνει στο πρόγραμμα του αυτά που νομίζουν ως σωστά – έχοντας τους πείσει με τα στελέχη του ότι, είναι σε θέση να τα εφαρμόσει.
(β) Πρέπει να το ελέγχουν καθημερινά μέσω άλλων, πραγματικά ανεξάρτητων και δίκαιων Θεσμών – όπως θα ήταν ένα Συνταγματικό Δικαστήριο ή μία κρατική Κεντρική Τράπεζα σε θέματα της οικονομίας.
(γ) Πρέπει να είναι σε θέση να το ανακαλούν, όταν δεν τηρεί το πρόγραμμα, καθώς επίσης τις δεσμεύσεις του ή/και είναι ανίκανο να το κάνει – να αλλάζουν δηλαδή την κυβέρνηση με νέες εκλογές, χωρίς να έχει λήξει η θητεία της, αφού διαφορετικά δεν διαθέτει μία χώρα δημοκρατία, αλλά ολιγαρχία (στην Ελλάδα σήμερα έχουμε δικτατορία περιορισμένης χρονικής διάρκειας, αφού ο εκάστοτε πρωθυπουργός μπορεί κυριολεκτικά να κάνει ότι θέλει, χωρίς να ρωτάει κανέναν).
(δ) Πρέπει να το τιμωρούν όταν δεν τηρεί το πρόγραμμα του προκαλώντας τους ζημίες, όταν τους προδίδει εκτελώντας τις εντολές ξένων όπως συμβαίνει σήμερα, όταν διαπλέκεται, διαφθείρεται, πλουτίζει παράνομα κοκ. – όπου η τιμωρία δεν είναι ασφαλώς η μη επανεκλογή του, αλλά αυτή που ισχύει για όλους τους Πολίτες: ποινική και αστική.
Ολοκληρώνοντας, εάν κατοχυρώνονταν θεσμικά αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις, τότε πολύ δύσκολα θα είχε το θράσος ένας ανίκανος ή/και ιδιοτελής πολιτικός να διεκδικήσει την εξουσία – όπως συμβαίνει σήμερα, όπου όχι μόνο η παραπλάνηση των Πολιτών δεν τιμωρείται, αλλά ούτε καν η προδοσία, ο χρηματισμός, η διαπλοκή, η διαφθορά κλπ.
(2) Την ανάκτηση της εθνικής τους κυριαρχίας: Προφανώς είναι απαράδεκτο να διοικεί την Ελλάδα η Τρόικα με την ελληνική κυβέρνηση ως πιόνι της – καθώς επίσης να ελέγχουν/κατέχουν ξένοι ολόκληρο το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας: τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, το Υπουργείο Οικονομικών, το ΤΑΙΠΕΔ, την Τράπεζα της Ελλάδας, καθώς επίσης τις τέσσερις μεγάλες εμπορικές τράπεζες.
Εύλογα δε οι Έλληνες φοβούνται πως οι ξένοι θα αρχίσουν να μπαίνουν στα σπίτια τους, κλέβοντας τους ότι έχουν και δεν έχουν με διάφορες έωλες δικαιολογίες (φοροδιαφυγή κοκ.) χωρίς την προστασία του νόμου, θα αυξάνουν τα χαράτσια κατά το δοκούν όπως στην εποχή της τουρκοκρατίας, θα συνεχίσουν να μειώνουν μισθούς και συντάξεις, θα καταστρέψουν εντελώς το κοινωνικό κράτος, θα κατασχέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία μέσω των εφοριών και των τραπεζών, θα πλειστηριάσουν τα σπίτια τους, θα υφαρπάξουν τη δημόσια περιουσία τους έναντι πινακίου φακής κοκ.
Ως εκ τούτου επιθυμούν πριν από κάθε τι άλλο την ανάκτηση της εθνικής τους κυριαρχίας, όσο και αν κοστίσει – θέτοντας σε δεύτερη μοίρα όλα τα υπόλοιπα, όπως είναι η διατήρηση του ευρώ, οι οδυνηρές συνέπειες μίας χρεοκοπίας, η περαιτέρω πτώση του βιοτικού τους επιπέδου κοκ.
(3) Την παραδειγματική τιμωρία όλων των υπευθύνων της χρεοκοπίας: Εν προκειμένω, οι Έλληνες επιθυμούν την αποκατάσταση του κοινού περί Δικαίου αισθήματος – αφού γνωρίζουν πολύ καλά πως για την τραγωδία που βιώνουν δεν είναι υπεύθυνοι μόνο οι ξένοι αλλά, κυρίως, οι πολιτικές τους ηγεσίες, πριν και μετά την εποχή των μνημονίων.
Αυτοί δηλαδή που διαφθειρόμενοι υπερχρέωσαν τη χώρα, καθώς επίσης εκείνοι που τη χρεοκόπησαν αργότερα – υπογράφοντας μνημόνια, υποκλινόμενοι δουλικά στην καγκελάριο, επιτρέποντας την κατάληψη της πατρίδας τους από την Τρόικα, παραπλανώντας τους με προεκλογικές δεσμεύσεις που δεν τηρήθηκαν ποτέ, προδίδοντας τους κοκ.
(4) Την παραμονή τους στην ΕΕ: Η ενωμένη Ευρώπη είναι ασφαλώς το επόμενο βήμα προς το μέλλον, από την πόλη κράτος στο κράτος και από εκεί στις ομοσπονδιακές ενώσεις – ενώ εξασφαλίζει την ειρήνη στην ήπειρο μας, την προστατεύει/ισχυροποιεί απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα, οι Η.Π.Α. και η Ρωσία (αν και η τελευταία θα ήταν ιδανικό να συμμετέχει στην ΕΕ, αποτελώντας το αντίπαλο δέος για τη Γερμανία), διευθετεί τις μεταξύ τους εμπορικές και άλλες σχέσεις, καθώς επίσης με τον υπόλοιπο πλανήτη, έχει επενδύσει στις υποδομές των αδύναμων κρατών κοκ.
Λογικά λοιπόν οι Έλληνες επιθυμούν την παραμονή τους, γνωρίζοντας πως υπάρχουν πολλά ελαττώματα στη λειτουργία της – για παράδειγμα, ο διορισμός ουσιαστικά της διοίκησης της από τη Γερμανία, τα τεράστια δημοκρατικά ελλείμματα και η λανθασμένη λειτουργία του Ευρωκοινοβουλίου. Επίσης όσον αφορά την κοινή αγροτική πολιτική, το φορολογικό ανταγωνισμό, την αδυναμία προστασίας των εκάστοτε οικονομιών όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η αποβιομηχανοποίηση τους κοκ.
Εν τούτοις πιστεύουν πως τα ελαττώματα της ΕΕ θα μπορούσαν να διορθωθούν, ότι τίποτα δεν είναι τέλειο, καθώς επίσης πως κερδίζουν περισσότερα από όσα χάνουν, ειδικά στην ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή που ευρίσκονται – αρκεί να ανακτήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία, να αντιμετωπίζονται ως ισότιμο μέλος, καθώς επίσης να μη μετατραπεί η ΕΕ σε γερμανική.
(5) Την παραμονή τους στην Ευρωζώνη: Παρά την αυξανόμενη οργή εναντίον του ευρώ, το οποίο ενοχοποιείται για όλα τα προβλήματα της Ελλάδας και όχι μόνο, με αποτέλεσμα να κλιμακώνεται ο αριθμός αυτών που επιθυμούν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, οι περισσότεροι κατανοούν τα πλεονεκτήματα του, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης – αφού πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο αποθεματικό νόμισμα του πλανήτη, γίνεται παντού αποδεκτό για όλες τις συναλλαγές, δεν υποτιμάται κατά το δοκούν από διεφθαρμένες κυβερνήσεις, δεν προκαλεί πληθωρισμό, διευκολύνει τις επαγγελματικές και λοιπές μετακινήσεις των ανθρώπων, το διεθνές εμπόριο, τις επενδύσεις κοκ.
Εν τούτοις, η Ευρωζώνη είναι προβληματική, θνησιγενής καλύτερα υπό τη σημερινή της μορφή, ανεξάρτητα από την κατάσταση της Ελλάδας, με τα κυριότερα ελαττώματα της να είναι τα εξής: (α) δεν παρέχει στα κράτη-μέλη της καμία προστασία σε περιόδους κρίσεων, (β) κυβερνάται από τις αγορές, (γ) αποτελείται από χώρες με πολύ διαφορετικές οικονομίες που ως εκ τούτου είναι αδύνατον να έχουν την ίδια νομισματική πολιτική, (δ) έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και ηγεμονικών βλέψεων εκ μέρους της Γερμανίας, ενώ (ε) δεν πρόκειται ασφαλώς να επιβιώσει, εάν δεν ενωθεί τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά, κάτι μάλλον απίθανο, εκτός εάν βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος – όπως για παράδειγμα η υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος, συμπληρωματικού στο ευρώ, όταν και για εκείνο το χρονικό διάστημα που μία χώρα το έχει ανάγκη.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο πρόβλημα σήμερα δεν είναι το ευρώ, αλλά η Γερμανία και η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εφαρμόζει, σε συνδυασμό με τα τεράστια χρέη που έχουν συσσωρευτεί σε πολλές χώρες της νομισματικής ένωσης – οπότε το πρώτο ζητούμενο θα ήταν η αλλαγή πολιτικής εκ μέρους της Γερμανίας, καθώς επίσης μία ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη χρέους (ειδικά λόγω της αποτυχίας της αντιμετώπισης των χρεών μέσω της εσωτερικής υποτίμησης), με σκοπό την επίλυση του θέματος που ασφαλώς είναι εφικτή, εάν υπάρχει πολιτική βούληση (ανάλυση).
Από την άλλη πλευρά, εάν δεν συμβεί τίποτα από τα παραπάνω, καθώς επίσης εάν η διατήρηση του ευρώ σημαίνει για τους Έλληνες τη μετατροπή τους σε πλήρη αποικία των δανειστών και της Γερμανίας, τη συνέχιση της πολιτικής των μνημονίων, το ξεπούλημα τις δημόσιας περιουσίας τους σε εξευτελιστικές τιμές, τη λεηλασία της ιδιωτικής κοκ., τότε είμαστε σίγουροι ότι προτιμούν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, με κάθε θυσία – όχι όμως επειδή το επιθυμούν αλλά από ανάγκη.
Επίσης υπό την προϋπόθεση πως θα συνοδευόταν από τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους, ενώ θα δρομολογούταν από μία κυβέρνηση που θα μπορούσε να τα καταφέρει, χωρίς να απομονωθούν και χωρίς να αλλάξει το πολίτευμα σε κομμουνιστικό – κάτι που όμως δεν διακρίνουν στον ορίζοντα, οπότε λογικά διατηρούν μία ουδέτερη, αναποφάσιστη στάση.
(6) Την επιστροφή της Ελλάδας σε πορεία ανάπτυξης: Μετά από επτά χρόνια κρίσης και αναγκαστικής εκπαίδευσης στις βασικές αρχές της οικονομίας, δεν υπάρχει κανένας Έλληνας που να μην γνωρίζει ότι, χωρίς την επιστροφή της χώρας σε πορεία ανάπτυξης δεν πρόκειται να επιλυθεί κανένα πρόβλημα της – ούτε με δραχμή, ούτε με ευρώ.
Για παράδειγμα πως είναι αδύνατη χωρίς ανάπτυξη η καταπολέμηση της ανεργίας, η βιώσιμη άνοδος των εσόδων του δημοσίου χωρίς υπερβολικούς φόρους και εξευτελιστικές αποκρατικοποιήσεις που στραγγαλίζουν τις μελλοντικές προοπτικές, ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων) δανείων, η αποφυγή των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών, η σταθεροποίηση των εισοδημάτων, η ανάκτηση της πραγματικής αξίας των ακινήτων, η επίλυση του ασφαλιστικού κοκ.
Γνωρίζουν όμως επίσης πως είτε με δραχμή, είτε με ευρώ, η επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη απαιτεί ένα ολοκληρωμένο, ρεαλιστικό σχέδιο – κυριότερο στοιχείο του οποίου οφείλει να είναι η αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα, η οποία είναι αδύνατη εάν παραμείνει η Ελλάδα θαμμένη στα τεράστια βουνά των χρεών που σχηματίσθηκαν μετά το 2010. Ένα τέτοιο πειστικό σχέδιο όμως δεν υπάρχει – οπότε συνεχίζεται ο κατήφορος.
(7) Την καταγγελία των παράνομων δανειακών συμβάσεων: Οι δανειακές συμβάσεις που υπέγραψαν όλες οι κυβερνήσεις είναι αποικιοκρατικές και παράνομες στο σύνολο τους – ενώ συνοδεύονταν πάντοτε από καταστροφικά μνημόνια που οδήγησαν την Ελλάδα στην άκρη του γκρεμού.
Οι Έλληνες επιθυμούν λοιπόν να καταγγελθούν στα ευρωπαϊκά ή/και διεθνή δικαστήρια, ταυτόχρονα με αγωγές αποζημίωσης για τις ζημίες που τους προκάλεσαν, εναντίον των «θεσμών» – όπως αποκαλείται κατ’ ευφημισμό η Τρόικα, δηλαδή η γερμανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ που λυμαίνονται ανενόχλητοι την πατρίδα μας. Επιθυμούν επί πλέον την κατάθεση αγωγής εναντίον της Γερμανίας, όσον αφορά τις πολεμικές επανορθώσεις – όπου είναι ντροπή να υπάρχουν Έλληνες που διακωμωδούν το θέμα, όταν οι ίδιοι οι Γερμανοί το τεκμηριώνουν απόλυτα (ανάλυση).
(8) Τη σοβαρή διαπραγμάτευση της ονομαστικής διαγραφής μέρους του χρέους: Οι Έλληνες δεν θέλουν να προβεί σε στάση πληρωμών η χώρα, δηλώνοντας τη χρεοκοπία της – όπως δυστυχώς συνέβη το 2011/12, χωρίς να τους ρωτήσει κανένας. Η αιτία είναι το ότι, γνωρίζουν τους συμβιβασμούς της ελεγχόμενης πτώχευσης ή τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας – ειδικά στη γεωπολιτική θέση που βρίσκονται.
Εκτός αυτού έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν τουλάχιστον έως το 2021 το θέμα τους, αφού μπορούν να καλύπτονται τα τοκοχρεολύσια χωρίς νέο δανεισμό (γράφημα) – ενώ το τρίτο μνημόνιο λήγει στα μέσα του 2018 και η Ελλάδα έχει πρωτογενή πλεονάσματα που υπερβαίνουν τους τόκους, οπότε κανένας δεν μπορεί να την υποχρεώσει να πάρει νέα μέτρα (αυτά που πήρε η κυβέρνηση για το 2019 και 2020 είναι απαράδεκτα και ανεύθυνα).
Ταυτόχρονα επιθυμούν να μην έχουν ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για να μη χρεώνεται ο ιδιωτικός τομέας, καθώς επίσης είναι ισοσκελισμένοι οι προϋπολογισμοί, έτσι ώστε να μην αυξάνονται τα δημόσια χρέη – αφού στην αντίθετη περίπτωση θα εξαρτώνται από τις αγορές, οι οποίες θα τους επιβάλλουν ανάλογα μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις, με μοχλό πίεσης το δανεισμό και τα επιτόκια. Εν προκειμένω δεν θα είχε κανένα νόημα η απομάκρυνση της Τρόικας, αφού στη θέση της θα τοποθετούνταν οι αγορές – όπως συμβαίνει με πολλά άλλα κράτη, τα οποία διοικούνται κυριολεκτικά από το σύστημα του χρέους.
(9) Την επίλυση του μεταναστευτικού: Προφανώς δεν είναι ρατσιστές ή ξενοφοβικοί οι Έλληνες, ούτε φυσικά θεωρούν τους εαυτούς τους «Άρια φυλή». Εν τούτοις δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιστήμονας για να γνωρίζει ότι, ο αριθμός των μεταναστών που είναι σε θέση μία χώρα να υποδεχθεί δεν μπορεί να ξεπερνάει κάποιο ποσοστό του πληθυσμού της – πάνω από το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα να τους αφομοιώσει στην κοινωνία της, ως οφείλει.
Εκτός αυτού, το ποσοστό υποδοχής έχει σχέση με τις θέσεις εργασίας που μπορεί να τους παρέχει, με τα σχολεία, με τα νοσοκομεία κοκ. (άρθρο) – γεγονός που σημαίνει πως μία χρεοκοπημένη χώρα με την ανεργία στα ύψη, με το κοινωνικό κράτος της να καταρρέει, με τα παιδιά της να φεύγουν μετανάστες στο εξωτερικό κλπ., δεν μπορεί να υποδεχθεί κανένα μετανάστη, όσο και αν το θέλει. Διαφορετικά αυξάνεται κατακόρυφα η εγκληματικότητα, αφού οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να επιβιώσουν – οπότε τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των Ελλήνων, οι οποίοι την επιθυμούν όσο όλα τα υπόλοιπα, αφού διαφορετικά δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν.
(10) Την αναμόρφωση της παιδείας: Αν και όλα έχουν σχέση με την οικονομία, η οποία όμως οφείλει να υπηρετεί την Πολιτική, τα κοινωνικά προβλήματα είναι πολύ πιο σημαντικά – ειδικά το θέμα της παιδείας, την οποία πολλοί Έλληνες ενοχοποιούν για το κατάντημα της χώρας. Μεταξύ άλλων επειδή δεν «παράγει» συνειδητοποιημένους Πολίτες, οι οποίοι θα εξέλεγαν τα καλύτερα κόμματα – με αποτέλεσμα να κυβερνάται η Ελλάδα όλο και από χειρότερους πολιτικούς, χωρίς να φαίνεται να υπάρχει κάποια καλύτερη προοπτική για το μέλλον.
Επίλογος
Κατά τη δική μας άποψη και με οδηγό την εμπειρία μας, αυτές είναι οι δέκα βασικότερες επιθυμίες των Ελλήνων – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν εμφανιζόταν ένα πολιτικό κόμμα που θα ήταν πρόθυμο να τις υιοθετήσει, καθώς επίσης να τις «εκπληρώσει» όσο καλύτερα μπορεί, έχοντας ένα αναλυτικό σχέδιο και τις απαιτούμενες ικανότητες, η Ελλάδα θα εισερχόταν αμέσως σε μία νέα εποχή.
Εν προκειμένω δεν εννοούμε μόνο την έξοδο της από την κρίση αλλά, κυρίως, τη μετατροπή της στη χώρα που της αξίζει – με κριτήριο τον πλούτο της, την ιστορία της, τον πολιτισμό της, καθώς επίσης τις δυνατότητες των Πολιτών της. Σε ένα κράτος υπόδειγμα από κάθε πλευρά για πολλά άλλα, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε στο ελάχιστο τα πλεονεκτήματα της πατρίδας μας. Συμπερασματικά λοιπόν το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πρωτίστως πολιτικό – γεγονός που σημαίνει ότι, εάν δεν βρεθεί εδώ η λύση, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον.
AnalystTeam
Πηγή Analyst