Τι άραγε είναι αυτό που χαρακτηρίζει το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού στην Ορθόδοξη παράδοση ως «Λαμπρή»; Και τι κάνει του πιστούς να αναφωνούν, μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα»; Ασφαλώς, η πεποίθηση των απανταχού της γης Ορθοδόξων, αλλά και όλων των χριστιανών, ότι καταργήθηκε ο φόβος του θανάτου: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Το πραγματικό, βέβαια, γεγονός του θανάτου, αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, της ελεύθερης δηλαδή επιλογής του να παρακούσει τον Θεό και έτσι να διακόψει την κοινωνία μαζί του, δεν εξέλειπε. Ο θάνατος, ως ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, κατά τον Απόστολο Παύλο, θα καταργηθεί στα έσχατα, («ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος», Α΄ Κορ 15,26). Με την πίστη στην Ανάσταση του Χριστού, όμως, οι πιστοί είναι πλέον σε θέση να βιώσουν την αυθεντική ζωή, το «περισσόν της ζωής» κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη (ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν, Ιω 10,10). Μια τέτοια ζωή, χωρίς την καταλυτική επίδραση του διαβόλου, χάρισε με την ανάσταση του Χριστού στους ανθρώπους ο Θεός, «ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας τὸν δὲ διάβολον καταργήσας».
Με τον θάνατό του, δηλαδή, ο Χριστός κατήργησε τον διάβολο, που μέχρι τότε εξουσίαζε τον θάνατο, και απάλλαξε τον άνθρωπο, που για όλη του τη ζωή ήταν υποκείμενο δουλείας εξ αιτίας ακριβώς του φόβου του θανάτου. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει η προς Εβραίους επιστολή: «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2, 14-15. Πρβλ. και το «λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου…οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς Ἅδου», των Πράξεων, 2,24 και 27).
Η πεποίθηση αυτή διασώθηκε αναλλοίωτη στην μακραίωνη παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου το Πάσχα, το γεγονός δηλαδή της Αναστάσεως εορτάζεται με μεγαλύτερη λαμπρότητα από ό,τι παραδοσιακά στον Δυτικό κόσμου, στον οποίο κυρίαρχη εορτή είναι αυτής της Γεννήσεως του Σωτήρος. Η Ανάσταση παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο που σηματοδοτεί την Ορθόδοξη χριστιανική αυτοσυνειδησία, όπως αντίθετα, μέχρι και πολύ πρόσφατα, το γεγονός του Σταυρού ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στον Δυτικό κόσμο.
Ο πρώτος θεολόγος, που ανέπτυξε θεολογικά την καθοριστική σημασία του γεγονότος της Αναστάσεως του Χριστού, ήταν Απόστολος των εθνών Παύλος. Στο πρώτο του, και για πολλούς αρχαιότερο, γραπτό κείμενο, την Α΄ Θεσσαλονικείς ο Παύλος για πρώτη φορά αναφέρεται στην σημασία της Αναστάσεως για το μέλλον των χριστιανών: «εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι ᾿Ιησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ» (4,14). Με άλλα λόγια, η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού οδηγεί με βεβαιότητα στην συμμετοχή των πιστών στην εσχατολογική Βασιλεία του Θεού, κατάσταση απείρως ενδοξότερη και από αυτήν του Παραδείσου. Γι’ αυτό και μετά την παράθεση ενός αποκαλυπτικού χαρακτήρα κειμένου κατακλείει την επιχειρηματολογία του με την φράση: «καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (4,17).
Λίγα χρόνια αργότερα, απευθυνόμενος προς την κοινότητα της Κορίνθου, ο Παύλος θα αναπτύξει εκτενέστερα την περί αναστάσεως των νεκρών διδασκαλία του: στο 15ο κεφ. της Α’ Κορινθίους, η οποία έμελλε να προσδιορίσει καταλυτικά και την χριστιανική πίστη. Στην επιστολή αυτή διασώζεται και η γνωστή ρήση του αποστόλου: «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν» (15,17). Για τον Παύλο η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός του παρελθόντος, μια θαυμαστή παρέμβαση του Θεού στην κτιστή δημιουργία, με την οποία ανατράπηκε άπαξ ο φόβος και η κυριαρχία του θανάτου, αλλά η απαρχή της σωτηρίας της ανθρωπότητας, η οποία ασφαλώς θα ολοκληρωθεί στα έσχατα.
Ένας από τους βασικούς λόγους της εκτενούς ανάπτυξης στην επιστολή αυτή της περί αναστάσεως χριστιανικής δικασκαλίας ήταν και η πεποίθηση ορισμένων χριστιανών της Κορίνθου, ότι δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών («λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν», 15,12). Ο απόστολος, λοιπόν, ξεκαθαρίζει, ότι η ανάσταση του Χριστού καθιστά βέβαιη και την ανάσταση των νεκρών. Χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό δύο θεολογικά σχήματα. Και πρώτα-πρώτα το σχήμα Αδάμ–Χριστός, πρώτος άνθρωπος, δεύτερος άνθρωπος: «ἐπειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (15,21-22).
Το δεύτερο σχήμα είναι: ψυχικό-πνευματικό σώμα, δηλαδή το φυσικό, γήινο, αυτής της ζωής, και το πνευματικό, της μετά θάνατον. Περιγράφει, λοιπόν, πώς θα γίνει κατά την ανάσταση των νεκρών η αλλαγή του παλιού σώματος με το νέο σώμα: «οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν: σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν» (15,42-44).
Τέλος, περιγράφει τη μελλοντική ανάσταση των νεκρών, χρησιμποιώντας, όπως και στην Α΄ Θεσσαλονικείς, τα γνωστά αποκαλυπτικά μοτίβα της ΠΔ και της μεσοδιαθηκικής γραμματείας, της σάλπιγγας δηλαδή που θα ηχήσει κατά τους έσχατους χρόνους. Αυτό είναι το πραγματικό «μυστήριο» της εν Χριστώ αθανασίας: «ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (15,51-53). Για να καταλήξει αναφωνώντας θριαμβευτικά: «ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον, ποῦ σου, ‘Αδη, τὸ νῖκος;» (15,55).
Η Ανάσταση, λοιπόν, του Χριστού ως «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων». είναι η θεμελιώδης αλήθεια και το απόλυτο γεγονός της χριστιανικής πίστεως. Συνιστά την πιο αποφασιστική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον φόβο του θανάτου και την κυριαρχία του διαβόλου. Είναι η αρχή της νέας δημιουργίας και η διασφάλιση της σωτηρίας των ανθρώπων με την βεβαιότητα της πνευματικής αναστάσεως των νεκρών, έννοιας εντελώς διαφορετικής από εκείνην της ελληνικής φιλοσοφικής θεωρίας περί αθανασίας της ψυχής. Γι’ αυτό και στην ύστερη καινοδιαθηκική γραμματεία υποστηρίζεται ότι ο Χριστός κατά την ενσώματη ταφή και την Ανάστασή του «τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν» (Α΄Πε 3,19).
Αυτός είναι και ο λόγος που στην βυζαντινή εικαστική παράδοση το γεγονός της Αναστάσεως απεικονίζεται με την «εις Άδου Κάθοδον». Η εις Άδου Κάθοδος, εκτός του παραπάνω χωρίου της Α΄ Πέτρου, υπαινικτικά αναφέρεται και σε άλλο χωρίο της ίδιας επιστολής: «εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη» (4,6), αλλά και στο βιβλίο των Πράξεων (2,24. 27-31). Για πολλούς ερευνητές κύρια φιλολογική πηγή θεωρείται το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, όπου περιέχεται και ο διάλογος ανάμεσα στον Άδη και τον διάβολο.
Το γεγονός της Αναστάσεως, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία, στην οποία δίνει νέο νόημα, προσανατολίζοντάς την προς ένα καινούργιο κόσμο, μια καινούργια ζωή τελείως διαφορετική από την συμβατική, της φθοράς, του πόνου και του θανάτου.
Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Δι-ορθοδόξου Μεταπτυχιακού προγράμματος “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία” του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος (ΙΗU).
To ιστολόγιοΔημόσια Ορθοδοξίαεπιδιώκει να προωθήσει συζήτηση και συνδιάλεξη, παρέχοντας ένα φόρουμ για διαφορετικές απόψεις σε σχέση με σύγχρονα ζητήματα που αφορούν τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι απόψεις που εκφράζονται σ’ αυτό το άρθρο είναι αποκλειστικά του συγγραφέως και δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις των εκδοτών,των μεταφραστών, ή του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών.
Πέτρος Βασσιλειάδης (Petros Vassiliadis)